Datasets:

Modalities:
Text
Formats:
parquet
Libraries:
Datasets
pandas
License:
author
stringclasses
509 values
author_year
stringclasses
473 values
title
stringlengths
3
139
text
stringlengths
8
6.6M
url
stringlengths
35
754
__index_level_0__
int64
0
5.64k
Γεώργιος Άβλιχος
Τεργέστη, 2 Απριλίου 1842 – Αργοστόλι, 1909;
Παππάς εις ωραία υδρευομένην
ΠΑΠΠΑΣ ΕΙΣ ΩΡΑΙΑΝ ΥΔΡΕΥΟΜΕΝΗΝ. Sonetto Ἄχ! ὁ Θεὸς κοπέλα μου τὸ 'ξέρει Πῶς τὸ νερὸ 'ποῦ 'παίρνεις ἀπ' τὴ βρύσι Τὦχα κ' ἐγὼ ἀνάγκη νὰ μοῦ σβύσῃ Τὴ φλόγα 'ποῦ 'ς τὸν τάφο θὰ με φέρῃ! Τα ῥάσα μου μὴν τὰ θωρῇς, —ν' ἀφήσῃ Δὲν δύναται κανεὶς ὅ,τι συμφέρει. Δός μου νὰ πιῶ μὲ τ' ἄσπρο σου τὸ χέρι Κ' ὅ,τι κι' ἂν ἔχω πάρε γιὰ μπαξίσι. Μὴ λὲς ὅπως 'μπορεῖ τοῦτο τὸ ῥάσο Τὴ γλῶσσα νὰ μοῦ δέσῃ.... Σ' ἀγαπάω, Κι' ἂν δὲν σοῦ τὸ πῶ φῶς μου, θενὰ σκάσω. Ἄχ! ἄφησε (γιατί ἄλλο δὲ βαστάω) Τὸ στῆθός σου μὲ σέβας νὰ πλησιάσω.... Τὸ φυλαχτό σου ν' ἀσπασθῶ διψάω. Ἐν Ἀργοστολίῳ. Γεώργιος Γ. Ἄβλιχος.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CF%80%CF%80%CE%AC%CF%82_%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%89%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CF%85%CE%B4%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7%CE%BD
0
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Συγχαρητήριον δεσποινίδος
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΟΝ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ ΚΑΤΕ ΚΑΡΟΥΤΣΟΥ ΜΕΛΟΝΥΜΦΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΤΟΝΗ Ἄνθος κ' ἐγὼ νὰ στείλω στὴ χαρά σου Ἐπιθυμοῦσα, φίλη εἰλικρινὴς, Ποῦ νὰ ταιριάζῃ στὰ χρυσᾶ μαλλιά σου, Στὴν ὄψι σου ποῦ μοιάζει τῆς αὐγῆς. Εὐῶδες σὰν τὴν ἄκακη ψυχή σου, Ζωηρό σὰν τὴν ὡραία σου τὴ φωνή, Ἄνθος φανταστικὸ τοῦ Παραδείου Ποῦ ἐμπρός σου ταπεινὸ νὰ μὴ φανῇ. Ἂν ὅμως ἄνθος τέτοιο ἢ φαντασία, Στοῦ γάμου σου τὴ μέρα τὴ φαιδρὴ, Δέ βρίσκῃ νὰ προσφέρῃ στὴ φιλία, Δέξου βαθειάθε μέσα ἀπ' τὴν ψυχὴ Μύριαις εὐχαὶς, μ' αὐτὴν τὴ στιχουργία Πὤρχεται ἐγκαρδιακὰ νὰ συγχαρῇ. Εἰς Κεφαλληνίαν 13 Μαρτίου 1879
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%B3%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%BD_%CE%B4%CE%B5%CF%83%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%BF%CF%82
1
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Ένα φιλί κ’ ένα στεφάνι
Εις τον φίλον Ποιητή Γ. Μαρτινέλη διά τα ερωτικά ποιήματά του Φιλί γλυκό, γλυκό σαν τη φιλία γλυκού σου φίλου, δέξου ποιητή, ωσάν ανταμοιβή στην αρμονία στα κάλλη που ανεβάζουν την ψυχή τα τρυφερά σου ερωτικά λουλούδια που μας χαρίζεις σε λαμπρά τραγούδια. Η Μούσα μου όμως – μοναχό δε φθάνει το εγκάρδιό μου και γλυκό φιλί από μυρτιές του Παρνασσού στεφάνι σου πλέκει για τη λύρα τη χρυσή, και όλη σού το προσφέρει ενθουσιασμένη στον θείο σου τον έρωτα υψωμένη. Κεφαλληνία 1879
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%88%CE%BD%CE%B1_%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%AF_%CE%BA%E2%80%99_%CE%AD%CE%BD%CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BD%CE%B9
2
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Εις γάμους δίδος Βαρβάρας Τουλ
(με Ιάκωβον Βάρτμαν) Μυρτιάς κλωνάρια θαλερά και ρόδα μυρουδάτα, χαριτωμένοι νεόνυμφοι, στο διάβα σας σκορπάω, και την καλή σας την καρδιά και τ' άνθηρά σας νιάτα μ' ένα τραγούδι φιλικό τα γλυκοχαιρετάω. Νύμφη χαριτοστόλιστη τα μάτια σου αντικρύζω· κι' αν έχη ο στίχος μου ευμορφιά, αυτά του την χαρίζουν. και τον ξανθό σου σύντροφο τόνε καλοτυχίζω για τόσες χάρες κι αρετές, που αφθόνως σε στολίζουν. Ευτυχισμένοι νεόνυμφοι, ας είναι ευλογημένη η μέρα ετούτη που γλυκά συνδέει τη ζωή σας, τύχη αγαθή τον βίον σας παντοτεινά να ευφραίνη, φίλοι, γονείς και συγγενείς να χαίρωνται μαζί σας. Εν Αργοστολίω 22 Απριλίου 1882
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%82_%CE%B3%CE%AC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%82_%CE%B4%CE%AF%CE%B4%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%AC%CF%81%CE%B1%CF%82_%CE%A4%CE%BF%CF%85%CE%BB
3
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Δάκρυ: εις τον θάνατον του προσφιλεστάτου μικρού Σπύρου
Le seul bien qui me reste au monde Est d' avoir quelque fois pleuzé. A. de Musset Ἐπάλαιψες, παιδάκι ἀγαπημένο, Μὲ τὸ σκληρὸ τὸ χάρο 'σὰ λιοντάρι· Βλαστάρι θαλερὰ κι' ὁλανθισμένο, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὴ λύσσα 'σὰν πρινάρι. Κ' ἔπεσες... ἄχ! 'ς τὴν πάλη νικημένο ὁ θάνατος γιὰ δόξα του ἂς τὸ πάρῃ! Εἶν' εἰρωνεία ὁ βίος μας... καὶ ξένο Εἶν' ὅ,τι ὡραῖο ζῇ 'ς τῆ γῆ για χάρι. Τὰ ὁλόφωτά σου μάτια θὰ θυμοῦνται Οἱ δυστυχεῖς γονεῖς σου γιὰ λαχτάρα! Κι' ἂν εἰς τὸν ὕπνο κἄποτε εὐτυχεῖς Τὰ ἰδοῦν, 'σε νέα θὰ βρεθοῦν τρομάρα Ξυπνῶντας 'ς τὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς, Ποῦ τὸ γλυκό τους φῶς θὲ νὰ στεροῦνται Καὶ σὺ τραγοῦδι μαῦρο, ἀπελπισμένο, Στὸν κόσμο τὶ ζητεῖς; -Δάκρ' εἶμαι ἐγὼ θερμὸ κ' ἀγαπημένο Ὀδύνη τῆς ψυχῆς, Στάλα δροσιᾶς σὲ τάφου λουλουδάκι Ἄχαρο «χαῖρε»...τελευταῖο φιλάκι... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μόνον ἐγὼ 'ς τὴ γῆ δὲν εἶμαι ξένο.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%94%CE%AC%CE%BA%CF%81%CF%85:_%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%8D_%CE%A3%CF%80%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%85
4
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Να ζήσω και να σβύσω
Ὅταν τ' ἀφρᾶτο, τρυφερὸ χεράκι Πέρνω γλυκὰ με' τὸ δικό μου χέρι Γιὰ νὰ σὲ χαιρετίσω, Γλυκαίνει αὐτὴ ἡ στιγμὴ πολὺ φαρμάκι Καὶ μιὰ δροσιὰ κρυφὴ ζωῆς μοῦ φέρει Καὶ 'πιθυμάω νὰ ζήσω! Ἄχ! 'πιθυμάω νὰ ζήσω! Καὶ πάλι στὸ χρυσό σου τὸ χεράκι Ποῦ μ' ἐλεεῖ καὶ δίχως νὰ τὸ ξέρῃ, Τολμάω νὰ ἐπιθυμήσω Μὲ τῆς ψυχῆς ἕνα γλυκὸ φιλάκι Ὡσὰν μικρὸ ποῦ σαϊτεύει ἀστέρι Νὰ ζήσω καὶ νὰ σβύσω Νὰ ζήσω καὶ νὰ σβύσω. Ἀργοστόλιον
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9D%CE%B1_%CE%B6%CE%AE%CF%83%CF%89_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BD%CE%B1_%CF%83%CE%B2%CF%8D%CF%83%CF%89
5
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Δάκρυα στο θάνατο του Ν. Κονεμένου
Ὄχι ἄνθη γιὰ τὸν τάφο σου, δάκρυα θερμὰ μοῦ δίνει, Γλυκέ μου φίλε, ὁ πόνος μου, καὶ μὲ καϋμὸ θρηνῶ. Τόσες γλυκὲς ἐνθύμησες γένουνται τώρα ὀδύνη. Εἶναι φαρμάκι τὸ φιλὶ τοῦ τάφου, τὸ στερνό. Γέροντας… κλαίω γέροντα… καὶ παλαιό μου φίλο, Κ' ἡ Μοῦσα μου στὸν ποιητὴ θλιμμένη ψάλλει ᾠδή, Κι ὁ πόνος πνίγει τὴν καρδιὰ… καὶ τρέμει σὰν τὸ φύλλο Τοῦ φθινοπώρου ποὺ ὁ βορηᾶς τὸ δέρνει στὸ κλαδί. Φίλε γλυκέ μου, ἐγέλασες μὲ τῆς ζωῆς τ' ἀστεῖα. Μ' ἀγάπησες… κ' ἐπόνεσες… κ' ἐδάκρυσες συχνά. Κ' ἐγίνηκε τὸ γέλιο σου κ' ὁ πόνος σου ἁρμονία, Καὶ μυρουδᾶτα λούλουδα… κι ἀμάραντα σεμνά. Μέσα στὸν κόσμο ἐπάλεψες… κ' ἤσουν στὸν κόσμο ξένος. Τὰ ψέματά του ἐμίσησε τὸ πνεῦμα σου τὸ ἀγνό, Κι ἀπέθανες παντέρημος,ὡσάν… λησμονημένος, Ποῦχες καρδιὰ στὰ στήθη σου πλασμένη ἀπὸ οὐρανό. Ἄχ ! στὴ ζωὴ τὴν ἄχαρη, ποὺ μὺ τρομάρα τόση, Εἰς τὴν ἀγάπη βρίσκουμε κρυφὴ παρηγοριά, Ἡ Μοῖρα τὴν ἀπόλαυσι θὰ ἱδῇς νὰ σαβανώσῃ. Μαζὶ νὰ θάψῃ ἀλύπητα κομμάτι μας καρδιά. Καὶ Σὺ κομμάτι μου καρδιὰ στὸν τάφο σου μοῦ παίρνεις, Κι' ἀξένει ἡ ἐρμιά μου πάντοτε μαζί μὲ τὴ ζωή. Ἀγαπημένα λόγια σου… πλέον… δὲν θὰ μοῦ στέρνῃς. Καὶ δὲν θὰ σβύση ἡ θλίψι μου ἕως τὴ στερνὴ πνοή. Γέροντας κλαίω γέροντα καὶ παλαιό μου φίλο, Κ' ἡ Μοῦσα μου στὸν ποιητὴ ψάλλει θλιμμένη ᾠδή, Κι ὁ πόνος πνίγει τὴν καρδιὰ καὶ τρέμει σὰν τὸ φύλλο Τοῦ φθινοπώρου, ποὺ ὁ βορηᾶς τὸ δέρνει στο κλαδί. Κεφαλληνία Μιχαήλ Γ. Άβλιχος
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%94%CE%AC%CE%BA%CF%81%CF%85%CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9D._%CE%9A%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%85
6
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Στον αγαπητό μου φίλο Π. Σκαλτσούνη
Σὲ Σὲνα, ποὺ μοιράζεις τὴ ζωὴ μὲ τοὺς ἀγαπημένους μας νεκροὺς, ποῦ μές στῆς κοσμοζάλης τὴ βοὴ τοὺς μυστικούς των τοὺς παλμοὺς ἀκοῦς. Σ' Ἐσὲ τὰ λόγια ἐτοῦτα τῆς ψυχῆς(*) ποὺ γράφω γιὰ τὸ φίλο μας μὲ πόνο ποὺ μὲ καημὸ καὶ σὺ τονὲ θρηνεῖς, σὲ Σένα, ἀγαπητέ μου, ἀφιερώνω. Ληξοῦρι, Μάρτη του 907. (*)Εἶναι τὀ ποίημα « Δάκρυα στο θάνατο του Ν. Κονεμένου » ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ 242 φύλλο τοῦ «Νουμᾶ».
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CF%80%CE%B7%CF%84%CF%8C_%CE%BC%CE%BF%CF%85_%CF%86%CE%AF%CE%BB%CE%BF_%CE%A0._%CE%A3%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%B7
7
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Λόγια πόνου
ΛΟΓΙΑ ΠΟΝΟΥ Στὸν πολύκλαυστο θάνατο τοῦ ΑΝΔΡΕΑ Δ. ΛΟΥΖΗ Πρὸς τοὺς ἀπαρηγόρητους γονεῖς του. Στοὺς θρήνους σας στὴν πρώτη συμφορὰ εἶπα κι' ἐγὼ τοῦ πόνου σας τραγοῦδι...... Μὰ...... ἡ διωγμένη ἐγύρισε χαρὰ φέρνοντας νέο ἀφάνταστο λουλοῦδι.... Κι' ἐστέγνωξαν τὰ μάτια τὰ θλιμμένα, κι' ἄνθισαν πάλι γέλια ἀγαπημένα. Κι' ἔλαμψε νέα ὁλόχαρη ζωή..... χάρες κι' ἐλπίδες κι' ὄνειρα γεμάτη.... ὡσὰν λαμπρῆς ἡμέρας χαραυγὴ.... Καί...... ὅμως μόνον εἰρωνεία κι' ἀπάτη ἐβγῆκαν ὅλα, π' ἄσπλαγχνη εἰμαρμένη φώλιαζε στ' ἄνθη σὰν ὀχιὰ κρυμμένη. Καὶ μέσ' ςτὴν ἀγαλλίασι τὸ μιαρὸ καὶ τὸ φριχτὸ της ἔχυσε φαρμάκι.... κι' ἔδωσε του μαρτύριου τὸ Σταυρὸ σ' ἕνα ἀγγελοῦδι, πιὸ παρὰ παιδάκι.... κι' ἐγίνετε καὶ σεῖς μέχρι θανάτου μάρτυρες στὸ σκληρὸν τὸ Γολγοθᾶ του. Καὶ τώρα ποῦ σὲ μαῦρο ὠκεανὸ ὁ πόνος τὴν ψυχὴ σας τὴ βυθίζει, ὁ Γολγοθᾶς (ὁποῦ τὸν οὐρανὸ μόνος αὐτὸς μὲ τὴν κορφή του ἐγγίζει) ἄμποτε ἀπὸ τὸ φῶς του νὰ σᾶς δίνῃ μικρὴ παρηγορία..... γιὰ ἐλεημοσύνη. Μιχαὴλ Γ. Ἄβλιχος.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9B%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%80%CF%8C%CE%BD%CE%BF%CF%85
8
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Εις τον ποιητή Παλαμά, - Απόκρισι εις ένα γράμμα του
Συνάδελφο μὲ κράζεις ποιητή, Ἐσύ, «πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου», Νᾶμα ψαλμοῦ ζωῆς, πατρίδας αἴνου, Ποὺ αἰώνια Ἑλλάδα βουίζει θαυμαστή. Και ἄμποτες ἀπ' αὐτὸ νὰ ποτιστῇ Τὸ χῶμα αὐτοῦ τοῦ τόπου τοῦ καμένου, Καὶ νἄναι καὶ ἡ βουλὴ τοῦ πεπρωμένου Ξανὰ μὲ δάφνες νέες νὰ στολιστῇ. Μὰ ἐγὼ εἶμαι ἔρημου βράχου μιὰ βρυσούλα, Ποὺ ἔρημη ρέει σ' ἔρημο γιαλό - Καὶ ρέει, σὰ νὰ κλαίῃ τὴν ἐρμιά της· Καὶ μόνον νύχτα-μέρα-βράδυ-αὐγούλα Κρένει μὲ τοῦ πελάου τὸ βογγητὸ... Καὶ ἂν ἔρτῃ φτερωτὸς νὰ πγῇ διαβάτης. Ληξούρι, 1911, Χριστούγεννα
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%82_%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%AC,_-_%CE%91%CF%80%CF%8C%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B9_%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CE%AD%CE%BD%CE%B1_%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85
9
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Η πρώτη παράκληση το βράδι με την κήρυξη του πολέμου μας
Φωτοπεριχυμένη ἡ ἐκκλησιά, μέσα μὲ φόβο τοῦ Θεοῦ γυρεύουνε - Νίκας κατὰ βαρβάρων - νὰ μᾶς δώσει κι ἀπ' ὄξου κάτι βρόμικα σκυλλιά σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε χωρὶς Πατρίδα καὶ Θεὸ καὶ γνώση! Πέστε μου τώρα ἀνθρῶποι λογικοί, μέσα ἢ ἀπ' ὄξου εἶναι ἡ λογική; Καὶ ἐνῶ ἀπὸ μέσα ἀντηχάει τὸ Αμὴν, τῶν σκύλλων εἶναι τὸ Εἰρήνη ὑμῖν; κι ἀπὸ τὴν ἀναρχία ἔχετε τρόμο μὴ μοιάσουμε τὰ ζῶα χωρὶς τὸ νόμο;
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%B7_%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF_%CE%B2%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9_%CE%BC%CE%B5_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%BA%CE%AE%CF%81%CF%85%CE%BE%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%BF%CF%85_%CE%BC%CE%B1%CF%82
10
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Addio Μάτια
Το πρόσωπό σου γύρισε, ασήκωσ' το κεφάλι να ξαναϊδώ μισεύοντας τα μαγικά σου κάλλη που πάω στην ξένη γη, για να χαρώ για άστρα τα μάτια τα γλυκά σου. Στα δάκρυα με λύπηση αυξαίνει η ομορφιά σου κι' η αγάπη μου μαζί. Γλυκά μου μάτια αφήνω σας, γλυκά μου μάτια φεύγω, σε ξένα πηαίνω χώματα κι' από το νου μου αν έβγω δε θα 'βγετε και σεις. Εσείς σκληρό μου κάνετε πικρό το μισεμό. Αφήνω γεια σας, μάτια μου, και φεύγω με καϋμό.
https://el.wikisource.org/wiki/Addio_%CE%9C%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%B1
11
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Αηδίας άσμα ασμάτων
Αηδίαν άοιδε, Θεά. Α Έχω φαρμάκι τόσο στην ψυχή μου μ' αυτή τη μαύρη, την άχαρη ζωή μου, που απορώ σταλαματιά γλυκάδα αν ημπορή στους στίχους μου να στάξη! κ' ήθελε κάθε τι μια Ιλιάδα από το νου μου νάβγη να πετάξη σε τούτα τα χαρτιά. Κ' εγώ μ' αυτήν την άπειρη αηδία μου και την πικράδα οπού ακούω στο στόμα να πάρω να την ρίψω στη φωτιά για να χορτάση λάμψ' η φαντασία μου πριν πάω να γίνω μέσ' το χώμα, χώμα! Β Κ' εσύ αηδία, έμπνευση μου δίνεις σε τούτα εδώ τα λόγια που αραδιάζεις, μαύρη χολή από τους στίχους βγάζεις βοήθα τη ρίμα κ' έρμο μη μ' αφίνεις. Τ' άσμα σου ψάλλω εκ βαθέων ψυχής που εγνώρισα του κόσμου τα σιχάματα κ' είμαι για τούτο κάπως ευτυχής, που δεν προσφεύγω σε γελοία κλάμματα. Και πού να στρέψω δίχως εμπροστά μου εσύ να μη φανής, Θεά αηδία! εσύ πώχεις γεμάτη την καρδιά μου;
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CE%B7%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%AC%CF%83%CE%BC%CE%B1_%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD
12
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Άνοιξις εν μέσω χειμώνος
Το καλοκαίρι φεύγει… πάει με τη γαλήνη τη γλυκειά, βορηάς τώρα ψυχρός φυσάει, πέφτουν τα φύλλα απ' τα κλαδιά. Αστράφτει γύρω και βροντάει, τώρα χιονίζουν τα βουνά, φουσκώνει η θάλασσα, βογγάει, δέρνει το κύμα τη στεριά. Γλυκά πουλάκια δε λαλούνε, κρώζουν κοράκια, γερανοί, μαύρα τα σύγνεφα περνούνε, πλιο δε γελούνε οι ουρανοί. Κι' όμως, αγάπη μου, κοντά σου άνοιξιν έχω στην καρδιά. Τα ρόδ' ανθούν στα μάγουλά σου, ήλιου θερμότη έχει η ματιά. Τραγούδα, αγάπη μου, η λαλιά σου φθάνει τ' αηδόνια τα γλυκά· μεθώ απ' αγάπη στη θωριά σου, τραγούδα, αγάπη μου γλυκειά.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%86%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%BE%CE%B9%CF%82_%CE%B5%CE%BD_%CE%BC%CE%AD%CF%83%CF%89_%CF%87%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CF%8E%CE%BD%CE%BF%CF%82
13
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Εις δικαστάς
Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή, που κρίνετε του κόσμου τ' αδικήματα, που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα, που τη ζωή το χέρι σας κρατεί κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα, ακούσετε της Μούσας τη φωνή που δε φοβάται φυλακή, προστίματα: Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει, σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε για να 'χετε καιρό για το σεργιάνι. Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι, που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%82_%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%82
14
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Εις τον παπά Σκιαδά
Ευλογημένε μου, παπα-Σκιαδά, σε βλέπω ως και τώρα, στα γεράματα, με την παλιά σου ευλάβεια μπροστά, πιστόνε πάντα στ' άγια προστάματα, να βγαίνεις κούτσι-κούτσι, ξεσυρτά, χωρίς να σε πειράζουν τα σκοντάματα, ν' αγιάζεις σαν και πρώτα ταχτικά της Χριστιανής την πόρτα και τα πράματα! Και μ' όλο που σου γέρνει η αγιαστήρα με τόση όμως ευλάβεια την ακουμπάς, που βλέπει ζωντανή κανείς την πείρα που μπορεί νάχη γέροντας... παπάς! Και μου τονίζει, ως κι εμέ, τη λύρα η αμάραντή σου, Δέσποτα... αγιαστήρα!
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%82_%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%AC_%CE%A3%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%AC
15
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Ερωτική επιστολή
Η χθεσινή μαζί σου τσακωμάρα μ' έκαμε τη ζωή να βαρεθώ και μού' ρθε και στο νου να σκοτωθώ, χωρίς ν' ακούσω στην καρδιά τρομάρα. Κι είπα• στον τάφο δεν είναι λαχτάρα! και μέσα στην πολλή μου σαστισμάρα επήρα το ξουράφι να σφαώ και τό' χα να το χώσω στο λαιμό, για να τελειώσει κάθε φαωμάρα μα δεν ηξαίρω πώς και τι και ποιό κι' αντίς να κάμω τέτια αντραγαθία εβάρτηκα με μιάς να ξουριστώ… Κι εκόπασε και τούτη η τρικυμία κι' αντίς να μ' αγροικήσεις σκοτωμένονε θάρτω να με φιλήσεις ξουρισμένονε !
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE
16
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Η μεγαλοσιάνα
Νομίζεις πως κάτι είσαι αληθινά κ' εμπρός σου θες να γέρνουν το κεφάλι, γιατί μεταξωτά φορείς σκουτιά, κ' έχεις και τον παρά με το τσουβάλι. Και μ' όλον πώχεις τόση προστυχιά στους τρόπους σου, το παίρνεις για μεγάλη… μεγάλη αληθινά στην αλαλιά κι' όλον τον κόσμο παίρνεις για χαμάλη. Μα όσα κι' αν έχης χρήματα χιλιάδες, κι' αν ξέρης και πέντ' έξη ιταλικά, είσαι και συ σαν κάθε γυναικούλα… Πιστεύεις εις τα ξόρκια, στους παπάδες, κουλούρες τρως και συ στην Εκκλησιά, και κάνεις ό,τι κάνει κάθε δούλα.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%B1
17
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Η πιστή κόρη
Δεν θέλω, μάνα, γέροντα να κάμω συντροφιά μου· ας τα χαρή τα πλούτη του και τάσπρα του μαλλιά. Δε λησμονάω το χρυσό, ξανθό ναυτόπουλό μου με το ροδάτο πρόσωπο και τη θερμή καρδιά. Μάνα, μακριά απ' τα πέλαγα, εκεί που ταξιδεύει αγαπημένα γράμματα μου στέρνει γκαρδιακά. Η ξενητειά τα χείλη του για μένα φαρμακώνει κ' εμέ γι' αυτό τα δάκρυα μου σταλάζουνε θερμά. Θα καρτερώ ο Κώστας μου καράβι ν' αποκτήση με του Θεού το θέλημα, με κόπο, με δουλειά. Με την ευχή σου, μάνα μου, ναρθή να με ζητήση Αυτό είν' το μόνο μου όνειρο, τα πλούτια είν' η καρδιά.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE_%CE%BA%CF%8C%CF%81%CE%B7
18
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Η τριανταφυλλιά μου
Σε μια τριανταφυλλιά, που μου στολίζει ολανθισμένη το μικρό μου ανθώνα, έδωσα τ' όνομά σου το χρυσό. Μα όπως εκείνη αυτό δεν το γνωρίζει, δεν ξέρεις και συ πόσο σ' αγαπώ. Συ πώχεις τα χρυσά μαλλιά κορώνα – βασίλισσά μου, φίλημα δειλό είν' το μικρό μου αυτό θερμό τραγούδι, που προς εσέ πετάει ερωτεμένο σαν πεταλούδα σε ώμορφο λουλούδι, για να σου πη το πόσο σ' αγαπώ, για να σου πη το πώς για Σε πεθαίνω!
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%AC_%CE%BC%CE%BF%CF%85
19
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Ο κακολόγος
Έπρεπε να μπορώ να δανεισθώ τη λυσσιασμένη γλώσσα τη δική σου. Με δαύτηνε τες χάρες σου να πω για να σου ζωγραφίσω την ψυχή σου. Δειλιάζω αληθινά να σε θωρώ και δείχνει και τη λύσσα σου η μορφή σου. Αν γέλιο σου ξεφύγη ή πης καλό το κάνεις για να κρύψης τη χολή σου. Σαν τίγρις οπού χάζι στη σφαγή ευρίσκει και με δίχως να πεινάη κι' ό,τι της τύχη εμπρός της το σκοτώνει, έτσι και σένα η γλώσσα σου η κακή βρίζει δεξιά ζερβά κακολογάει κι' έναν αφίνει κι' άλλονε τσακώνει.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CE%BA%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82
20
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Ο Μαντζουράνης υποψήφιος εν Κεφαλληνία
'Ενας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος που επλούτησε στο τζόγο με καρπιές μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος για βουλευτής στις νέες εκλογές. Κι έξω ντελάλη βγάνει και φωνάζει -- Για πούλημα ποιος είναι στα χωριά ο Μαντζουράνης ψήφους αγοράζει και τους πληρώνει κι' όλα στα γερά! Κεφαλονίτες, αν στο πρόσωπο σας φιλότιμο υπάρχει κι ανθρωπιά, αποκριθήτε με το φάσκελο σας σε εκείνον που σας πήρε για τραγιά. Της Σάμης χωρικοί, Πλαρνοί, Ρισιάνοι πετάξτε του στα μούτρα τες δραχμές. Δείξτε του στην τιμή σας πως δεν φτάνει Και σεις πληρώσετέ τον με φτυσιές.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%88%CE%AE%CF%86%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%B5%CE%BD_%CE%9A%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%AF%CE%B1
21
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Ο μοχθηρός ψευτοφιλόπατρις
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο που η δυστηχία των άλλων τού γεννά. Το φθονερό του μάτι το σβησμένο που δείχνει βουλιμιά για συμφορά μας εξηγούν γιατ' είναι διψασμένο τ' αχείλι του και πόλεμο ζητά. Διψάει να ιδεί στα μαύρα φορεμένους πατέρες και μαννάδες που μισεί, να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένους: Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή. Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει, κράζει Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CE%BC%CE%BF%CF%87%CE%B8%CE%B7%CF%81%CF%8C%CF%82_%CF%88%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%86%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%82
22
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Ο φιλάργυρος (Μικέλης Άβλιχος)
Σαν το Χριστό κ' ή φύσις αναστημένη στοργή και ζέση ολόγυρα σκορπάει είναι του πάγου η πλάκα κυλισμένη κι' από χαρά πάσα πνοή σκιρτάει. Κι αγάλλεται όλη η πλάση ερωτευμένη και την ανάσταση της τραγουδάει! Κ' ευωδιάζει η πασχαλιά ανθισμένη κι ολούθε αγάπης φίλημα αντηχάει Μόνον Ιούδα, εσύ, τ' αργύριά σου μετράς- και δεν ευρίσκεις τη χαρά μήτε σ' αυτά, και γι' άλλα διψασμένος Ρίψ' τα λοιπόν και πήγαινε...κρεμάσου... θα σε δεχτεί κουνώντας την ουρά ο Μαμωνάς στον Άδη ενθουσιασμένος!
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%82_(%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%86%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CF%87%CE%BF%CF%82)
23
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Ο χαμερπής
Πρόθυμος δυνατούς να μαμουρεύης στέκεις εμπρός τους σαν πιστό σκυλί σκυμμένος μαζωμένος να μαντεύης αν έχουν να σου δώσουν προσταγή. Κι' ενώ βαθειά τα μάτια βασιλεύης δείχνοντας και με τούτο υποταγή το στόμα ανοίγεις για να κολακεύης και για να τρως μονάχα χαμερπή. Χαμογελάς στα μούτρα που γελούνε, σουφρώνεσαι εμπρός στους σοβαρούς, και συμφωνάς εις ό,τι κι' αν γροικήσης· και μ' όλα αυτά πολλοί θα σε φθονούνε πώχεις προστάτες φίλους δυνατούς και ξέρεις στον αιώνα μας να ζήσης.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CF%87%CE%B1%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%80%CE%AE%CF%82
24
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Προσωπο-ψυχογραφία ενός θεομπαίχτη
Στις φλέβες σου φαρμάκι και χολή, αντίς για αίμα, ρέει, θεομπαίχτη πλάνε, κι ενώ το στόμα σου για θρησκεία μιλεί, λύσσας αφρούς τα χείλια σου σκορπάνε. Είσαι αφ' των Φαρισαίων τη φυλή, που του Χριστού τη σταύρωση θυμάνε, και μίση μόνον η καρδιά σου κλει, ωσάν οχιές που στη φωλιά τους νάναι. Κάνε νηστείες, αγύρτη, και σταυρούς, γέλα τις γυναικούλες με τα ψέματα· και μάνιζε εναντίον στους ασεβείς πλην μάτην σκοτεινούς ποθείς καιρούς και μάταια διψάς γι' απίστων αίματα, την έπαθες! … αργά να γεννηθείς.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1_%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%AF%CF%87%CF%84%CE%B7
25
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Στίχοι του πειρασμού
Απ' όλες τσι εφεύρεσες του νου εκείνη για τη μέλλουσα ζωή : να σε φυτεύουνε κουκί στη γή κουκιά να ξεφυτρώνεις τ' ουρανού και τέχνες κι επιστήμες βάνει κάτου με τη γεωπονία του θανάτου. Και μ' όλα τούτα, αγαπητέ μου Τρέκα (που τόση έχεις στους στίχους μου στοργή) πολύ φοβούμαι, μην η Θεία Οργή αφήσει εμάς, σαν ασεβείς, στα σέκκα Και πέσει λύκος στο φτωχό κουκί μας και πάει τότε αμόντε η φύτεψή μας.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CE%AF%CF%87%CE%BF%CE%B9_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D
26
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Στον Ψυχάρη, για το θάνατο του παιδιού του στον πόλεμο
Χρειάζεται να αναφερθεί η αρχική πηγή αυτού του κειμένου ώστε να είναι μπορεί να επαληθευθεί το περιεχόμενο του. Ως αρχική πηγή νοείται κάποια επίσημη δημοσιεύση του κειμένου, έντυπη ή ηλεκτρονική, και όχι κατ' ανάγκη κάποιος άλλος ιστότοπος που απλώς φιλοξενεί το κείμενο. Κατάρα να έχει ο πόλεμος που τους βλαστούς θερίζει, κατάρα η δόξα η μάταιη που σπέρνει συμφορές, που αγαπημένα αντρόγυνα σκληρά τ' αποχωρίζει και που γονέων απάνθρωπα σουβλίζει τις καρδιές! Σε σε, πατέρα δύστυχε, τα λόγια τούτα λέω, στο σκοτωμό του τέκνου σου με θλίψη της ψυχής, και τον αγιάτρεφτο χαμό -φίλος- μαζί σου κλαίω ποτήρι που σε κέρασεν ο πόλεμος να πιεις!
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CE%A8%CF%85%CF%87%CE%AC%CF%81%CE%B7,_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%BF_%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%8D_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF
27
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Χριστούγεννα (Άβλιχου)
Χρειάζεται να αναφερθεί η αρχική πηγή αυτού του κειμένου ώστε να είναι μπορεί να επαληθευθεί το περιεχόμενο του. Ως αρχική πηγή νοείται κάποια επίσημη δημοσιεύση του κειμένου, έντυπη ή ηλεκτρονική, και όχι κατ' ανάγκη κάποιος άλλος ιστότοπος που απλώς φιλοξενεί το κείμενο. Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται χωρίς της Επιστήμης συνδρομή• η θεία Φύσις κάνει για μαμμή κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται. Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται – νέα του κόσμου θέλει οικοδομή. Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -, πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται. Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός, που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη. Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι. Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας, κι είν' ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1_(%CE%86%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CF%87%CE%BF%CF%85)
28
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Condensed actuality - Κραυγή περί δικαίου
Αφού κατά βαρβάρων Γερμανών δεν θέλησε η Ελλάς να πολεμήσει δίκαιον βρίσκω τον αποκλεισμόν και δίκαιον από πείνα να ψοφήσει. Μα το φτωχό το ζώο να πεθαίνει της πείνας για δική μας μοχθηρία! Σκεφτείτε το, Λαοί πολιτισμένοι… Σ' αυτό, φοβούμαι, γίνεται αδικία. Σεις έχετε εταιρείες για τα ζώα… Ερεύξομαι προς ταύτας μετά θάρρους: Ερρέτω ο πταίστης! σώσατε τ' αθώα τ' άλογα, τα μουλάρια, τους γαϊδάρους… Δίκαιον όμως ο οίκτος ν' απλωθεί κι εις τους εκ του ποιμνίου του Μεσσία, κι αθώους κι αυτούς δικαίως να τους δεχθεί στην Κιβωτό της μέσα η σωτηρία.
https://el.wikisource.org/wiki/Condensed_actuality_-_%CE%9A%CF%81%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%AE_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF_%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85
29
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Τι να γράψω
Σαν τι να γράψω Κύριε Ζιζάνιο που το μυαλό μου γέμισε μικρόβια! Κάτι ήθελα που ναναι κάπως σπάνιο να μείνω ποιητής! ισόβια! Δεν ήθελα να γράψω μπουρμπουλήθρες πρώτη φορά που γράφω για το δαίμονα! μαδά ειν` εδώ `Αθεριάνικες μυζήθρες; πάει να πνιγώ σε άπατον αβλέμονα! Ή θέλεις μέσα εις τάλλα τα κειμήλια σαν εκείνα του Αναστασάκου, λόγου χάρι, που τα φυλάς με τόσα άλλα ευκοίλια κι αυτό να το κλειδώσεις μες τ' αμπάρι; Για τούτο μα τα δυο σου κερατάκια και την κρυφή σου ουρά την αναμμένη, που φτιάνει τα πουρέ με τα σπανάκια και στα κρυφά του τόπου μπαινοβγαίνει, Δεν έχω νου για νάβγω στο πλατύ ειν` όμως να μου πούνε, σαν να πούμε. «Τη Μούσα σου να πιάσεις απ' τ' αφτί» και πάλι σα μπορέσω, θα ιδωθούμε.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A4%CE%B9_%CE%BD%CE%B1_%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%88%CF%89
30
Μικέλης Άβλιχος
1844-1917
Η βασίλισσά μου
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΜΟΥ Μικρούτσικο σπιτάκι χαμηλὸ Εἶν' τῆς βασίλισσάς μου τὸ παλάτι· Κι ἐκεἶ μέσα, σὰ γιούλιο ντροπαλό, Κρυμμένη εἶν' ἀφ τὸ βλέμμα τοῦ διαβάτη. Κι ἐγὼ διαβαίνω κεῖθε δειλὰ Μὲ τὸν κρυφὸ καημό μου τὸ κοιτάζω Κι ἀθέλητα ἀπ ἀγάπη σιγαλὰ Μὲς ἀπ' τὴν καρδιά μου ἀναστενάζω. Καὶ καμαρώνω τὸ βασιλικό, Ὁποὺ τὸ παραθύρι της στολίζει, —Καλότυχο μυροῦδι φτωχικό, ποὺ τὸ χρυσό της χέρι σε ποτίζει! Κι ὅταν τὸ χτυπολόημα τἀργαλειοῦ Καὶ τὸ γλυκὸ κελάδημ' ἀγροικιέται Τοῦ πολυαγαπημένου μου πουλιοῦ, κάθε καημὸς ἀφ τὴν καρδιά μου σβιέται. Καὶ τοῦ παραθεριοῦ της τἀχνὸ φῶς Τὰ βράδια νἀγναντεύω δὲ χορταίνω, Ἄστρο γιὰ μὲ δὲν ἔχει ὁ οὐρανὸς Τόσο γλυκὸ καὶ τόσο ἀγαπημένο. Καὶ λέω: καλή σου ἡ ὥρα, ἐσὺ φτωχή, Πού, ἂν ἔχουν μετρημοὺς οἱ κόκκοι τοῦ ἄμμου, Ἔχει κι ὁ πλοῦτος, πὄχεις στὴν ψυχή! Καλή σου ἡ ὥρα, ἐσύ, βασίλισσά μου! ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%AC_%CE%BC%CE%BF%CF%85
31
Αβυδηνός
3ος αιώνας π.Χ.
Ασσυρικά και Μηδικά
ΑΣΣΥΡΙΑΚΑ ΚΑΙ ΜΗΔΙΚΑ. Syncellus: Ἐκ τῶν Ἀβυδηνοῦ Περὶ τῆς τῶν Χαλδαίων βασιλείας. Χαλδαίων μὲν τῆς σοφίης πέρι τοσαῦτα. Βασιλεῦσαι δὲ τῆς χώρας πρῶτον λέγεται Ἄλωρον, τὸν δὲ ὑπὲρ ἑωυτοῦ λόγον διαδοῦναι ὅτι μιν τοῦ λεῶ ποιμένα ὁ θεὸς ἀποδείξαι. [5] Βασιλεῦσαι δὲ σάρους δέκα. Σάρος δέ ἐστιν ἑξακόσια καὶ τρισχίλια ἔτεα, νῆρος δὲ ἑξακόσια, σῶσσος δὲ ἑξήκοντα. Μετὰ δὲ τοῦτον Ἀλάπαρον ἄρξαι σάρους τρεῖς, μεθ' ὃν Ἀμίλλαρος ἐκ πόλεως Παντιβίβλιος ἐβασίλευσε σάρους ιγʹ. Ἐφ' οὗ 10 δεύτερον Ἀννήδωτον τὴν θάλασσαν ἀναδῦναι παραπλή- σιον Ὠάννῃ τὴν ἰδέαν ἡμιδαίμονα. Μεθ' ὃν Ἀμμένων ἐκ Παντιβίβλων ἦρξε σάρους ιβʹ. Μεθ' ὃν Μεγάλαρος ἐκ Παντιβίβλων ἦρξε σάρους ὀκτωκαίδεκα· εἶτα Δαὼς ποιμὴν ἐκ Παντιβίβλων ἐβασίλευσε σάρους δέκα, ἐφ' οὗ [15] δʹ διφυεῖς γῆν ἐκ θαλάσσης ἀνέδυσαν, ὧν τὰ ὀνόματα ταῦτα, Εὐέδωκος, Ἐνεύγαμος, Ἐνεύβουλος, Ἀνή- μεντος. Ἐπὶ δὲ τοῦ μετὰ ταῦτα Εὐεδωρέσχου Ἀνώδα- φος. Μεθ' ὃν ἄλλοι τε ἦρξαν καὶ Σίσουθρος ἐπὶ τού- τοις, ὡς τοὺς πάντας εἶναι βασιλεῖς δέκα, ὧν ὁ χρό- [20] νος τῆς βασιλείας συνῆξε σάρους ἑκατὸν εἴκοσι. Καὶ περὶ τοῦ κατακλυσμοῦ παρόμοια μὲν, οὐκ ἀπαράλ- λακτα λέγει οὕτως· «Μετὰ Εὐεδώρεσχον ἄλλοι τινὲς ἦρξαν καὶ Σίσιθρος, ᾧ δὴ Κρόνος προσημαίνει μὲν ἔσεσθαι πλῆθος ὄμβρων Δαισίου ιεʹ· κελεύει δὲ πᾶν [25] ὅ τι γραμμάτων ἦν ἐχόμενον ἐν Ἡλιουπόλει τῇ ἐν Σισπόροισιν ἀποκρύψαι. Σίσιθρος δὲ ταῦτα ἐπιτελέα ποιήσας, εὐθέως ἐπ' Ἀρ- μενίης ἀνέπλωε· καὶ παραυτίκα μὲν κατελάμβανε τὰ ἐκ τοῦ θεοῦ· τρίτῃ δὲ ἡμερέῃ ἐπεὶ ὕων ἐκόπασε, με- [30] τίει τῶν ὀρνίθων, πείρην ποιεύμενος εἴ κου γῆν ἴδοιεν τοῦ ὕδατος ἐκδῦσαν. Αἱ δὲ ἐκδεκομένου σφέας πελά- γεος ἀμφιχανέος, ἀπορέουσαι ὅκη καθορμίσονται, παρὰ τὸν Σίσιθρον ὀπίσω κομίζονται· καὶ ἐπ' αὐτῇσιν ἕτε- ραι. Ὡς δὲ τῇσι τρίτῃσιν εὐτύχεεν (ἀπίκατο γὰρ δὴ [35] πηλοῦ κατάπλεοι τοὺς ταρσούς), θεοί μιν ἐξ ἀνθρώ- πων ἀφανίζουσι, τὸ δὲ πλοῖον ἐν Ἀρμενίῃ περίαπτα ξύλων ἀλεξιφάρμακα (καὶ) τοῖσιν ἐπιχωρίοις παρεί- χετο.»
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CF%83%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%9C%CE%B7%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AC
32
Αγαθίας ο Σχολαστικός
περ. 530 – 582
Αγαθία Σχολαστικού Ιστορία
• Προοίμιον Καλὸν μέν τι χρῆμα καὶ εὔδαιμον νῖκαι πολέμων καὶ τρόπαια πόλεών τε ἀνοικισμοὶ καὶ ἀγλαΐσματα καὶ ἅπαντα ὁπόσα μεγάλα τε καὶ ἀξιά γαστα ἔργα. ταῦτα δὲ καὶ τὰ τοιάδε δόξαν μέν τινα καὶ ἡδονὴν τοῖς κτησαμένοις ἐπάγει, ἀποβιοῦσι δὲ αὐτοῖς καὶ ἐκεῖσε οἰχομένοις οὔτι μάλα ἐθέλουσιν ἕπεσθαι, ἀλλὰ καὶ λήθη παρεμπεσοῦσα ἐπικαλύπτει καὶ παρα τρέπει τὰς ἀληθεῖς τῶν πράξεων ἀποβάσεις· ἤδη δὲ καὶ τῶν ἐπισταμένων ἀποβιούντων οἴχεται καὶ διαδιδράσκει ἡ γνῶσις σὺν αὐτοῖς σβεννυμένη. οὕτως ἄρα μνήμη γυμνὴ ἀνόνητόν τι καὶ οὐ μόνιμον οὐδὲ τῷ μακρῷ συνεκτείνεσθαι πέφυκε χρόνῳ. καὶ οὐκ ἂν οἶμαι ἢ πατρίδος προκινδυνεύειν ἔνιοι ἔγνωσαν ἢ ἄλλους ἀναδέχεσθαι πόνους, εὖ εἰδότες, ὡς, εἰ καὶ σφόδρα μέγιστα δράσαιεν, συναπολεῖται τὸ κλέος αὐτοῖς καὶ διαρρυήσεται, μόνῳ τῷ βίῳ αὐτῶν ἐκμεμετρημένον, εἰ μή τις, ὡς ἔοικε, θεία προμήθεια τὸ ἀσθενὲς τῆς φύσεως ἀναρρωννῦσα τὰ ἐκ τῆς ἱστορίας ἐπεισήγαγεν ἀγαθὰ καὶ τὰς ἐνθένδε ἐλπίδας. οὐ γὰρ οἶμαι κοτίνου γε ἕνεκα καὶ σελίνου οἱ Ὀλυμπιονῖκαι καὶ Νεμεονῖκαι ἐν ταῖς κονίστραις ἐναπεδύοντο, οὐδ' αὖ οἱ ἀγαθοὶ τῶν πολέμων ἀγωνισταὶ λαφύρων γε μόνον καὶ τοῦ παραυ τίκα κερδαλέου ἐφιέμενοι ἐς προὖπτόν τε καὶ διαφανῆ κίνδυνον σφᾶς αὐτοὺς ἀφιᾶσιν· ἀλλὰ δόξης ἀμφότεροι ἕκατι βεβαίας τε καὶ ἀκηράτου, ἣν οὐχ οἷόν τε ἄλλως καρπώσασθαι ἢ τῆς ἱστορίας αὐτοὺς ἀπαθανατιζού σης, οὐχ οἶα τὰ Ζαμόλξιδος νόμιμα καὶ ἡ Γετικὴ παραφροσύνη, ἀλλ' ὡς ἀληθῶς τρόπῳ τινὶ θείῳ τε καὶ ἀθανάτῳ καὶ ᾧ μόνῳ δύναται τὰ θνητὰ ἐς ἀεὶ διαβιώσκειν. ῥᾴδιον μὲν οὖν ἥκιστα ἂν εἴη ἅπαντα διεξιέναι καὶ ἀπαριθμεῖσθαι, ὁπόσων ἀγαθῶν ἡ ἱστορία τὸν βίον ἐμπίπ λησι τὸν ἀνθρώπειον· ὡς δὲ συλλήβδην εἰπεῖν, οἶμαί γε αὐτὴν φιλοσοφίας τῆς πολιτικῆς οὐ μάλα μειονεκτεῖσθαι, εἰ μή τι καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν. ἡ μὲν γὰρ οἶά τις ἀστεμφὴς δέσποινα καὶ ἀθώπευτος κελεύει καὶ διατάττει, ὁποίων τε ἔχεσθαι καὶ ὁποῖα διαφεύγειν προσήκει, ὥσπερ τῷ πείθοντι καταμιγνῦσα τὸ ἀναγκάζον· ἡ δὲ τῷ θέλγοντι πλείστῳ χρωμένη καὶ οἷον καρυκεύουσα τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικιλίᾳ τῶν παραδειγμάτων καὶ παριστῶσα τῷ λόγῳ, ἐν οἷς τε εὐδοκιμήκασιν ἄνθρωποι εὐβουλίᾳ χρη σάμενοι καὶ δικαιοσύνῃ, καὶ ἔνθα διήμαρτον τοῦ προσήκοντος, ἢ γνώμης τινὸς ἐναντίας ἢ τύχης ἡγησαμένης, λανθάνει ταῖς ψυχαῖς ἠρέμα τὰς ἀρετὰς εἰσοικίζουσα. τὸ γὰρ προσηνὲς αὐταῖς καὶ αὐθαίρετον μᾶλλόν τι ἐμφύεται καὶ προσιζάνει. 6 ἐγὼ μὲν οὖν ταῦτα ἐκ πλείστου σκοπῶν τε καὶ δια λογιζόμενος, ὑπεράγασθαι μὲν χρῆναι ἡγούμην καὶ κοινοὺς ἀνυμνεῖν εὐεργέτας τοὺς ὁπόσοις ἤδη αἱ τοιαίδε πραγματεῖαι διαπεπόνηνται, οὐ μὴν ἐγχειρητέα γ' ἐμοὶ τῷδε τῷ πόνῳ ἐδόκει οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἀποπειρα τέα. ἐτύγχανον γὰρ μᾶλλον δή τι ἐκ παίδων τῷ ἡρώῳ ῥυθμῷ ἀνειμένος, καί με ἤρεσκε τὰ ἡδύσματα τῶν τῆς ποιητικῆς κομψευμάτων. καὶ τοίνυν πεποίηταί μοι ἐν ἑξαμέτροις βραχέα ἄττα ποιήματα, ἃ δὴ ∆αφνιακὰ ἐπωνόμασται, μύθοις τισὶ πεποικιλμένα ἐρωτικοῖς καὶ τῶν τοιούτων ἀνάπλεα γοητευμάτων. ἔδοξε δέ μοι πρότερον κἀκεῖνο ἀξιέπαινόν τι εἶναι καὶ οὐκ ἄχαρι, εἴ γε τῶν ἐπιγραμμάτων τὰ ἀρτιγενῆ καὶ νεώτερα, διαλανθάνοντα ἔτι καὶ χύδην οὑτωσὶ παρ' ἐνίοις ὑποψιθυ ριζόμενα, ἀγείραιμί τε ὡς οἷόν τε εἰς ταὐτὸ καὶ ἀναγράψαιμι ἕκαστα ἐν κόσμῳ ἀποκεκριμένα. καὶ οὖν δὴ καὶ τόδε μοι ἐκτετέλεσται ἕτερά τε πολ λὰ ἀγωνίσματα, τοῦ μὲν ἀναγκαίου χάριν οὐ μάλα πεποιημένα, ἄλλως δὲ ἴσως προσαγωγὰ καὶ θελκτήρια. καὶ γὰρ δῆτα ἡ ποίησις ἱερόν τι χρῆμα καὶ θεσπέσιον. ἐνθουσιῶσι γοῦν ἐν αὐτῇ αἱ ψυχαί, εἴποι ἂν ὁ σοφὸς ὁ Ἀρίστωνος, καὶ λίαν ὠδίνουσιν ἐπαφρόδιτα, ὅσαι δὴ ὡς ἀληθῶς μουσόληπτοι γίνονται καὶ τῇδε κάτοχοι τῇ βακχείᾳ. ἐμοὶ μὲν οὖν τοῖσδε θαμίζειν ἐδόκει καὶ οὐ μήποτε ἑκόντι εἶναι τὰ νεανικὰ ταῦτα καὶ ἐπιτερπῆ σπουδάσματα μεθιέναι, ἀλλ' ἕπεσθαι τῷ ∆ελφικῷ ἐκείνῳ προ γράμματι καὶ τὰ οἰκεῖα γιγνώσκειν. ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ κατ' ἐμὲ χρόνῳ ξυνέβη μεγάλους μὲν πολέμους πολλαχοῦ τῆς οἰκουμένης ἀπροσδόκητα ξυρραγῆναι ἐθνῶν τε πολλῶν βαρβαρικῶν μεταναστάσεις γενέσθαι καὶ πράξεων ἀδήλων τε καὶ ἀπίστων παραλόγους ἀποβάσεις καὶ τύχης ἀτάκτους ἀντιρροπίας γενῶν τε καταλύσεις καὶ πόλεων ἀνδραποδισμοὺς καὶ μεταβολὰς οἰκητόρων καὶ οἷον ἅπαντα τὰ ἀνθρώπεια κεκινῆσθαι· ἐπειδὴ οὖν ταῦτα καὶ τὰ τοιάδε ξυνέβη, δεδιέναι μοί πως ἐπῆλθε, μή τι ἄρα οὐχ ὅσιον εἴη ἔργα οὕτω μέγιστά τε καὶ θαύματος ἄξια καὶ τοῖς μετὰ ταῦτα χρήσιμα ἐσόμενα καὶ ὀνησιφόρα καταλιπεῖν ἄμνηστα τὸ μέρος καὶ σεσιγημένα. τοιγάρτοι ἔδοξέ μοι οὐκ ἀπὸ τρόπου εἶναι καὶ τοῦ συγγράφειν ἀμωσγέπως ἀποπειρᾶσθαι, ὡς ἄν μοι μὴ ἅπας ὁ βίος ἐν μυθολογίᾳ τε καὶ περιττῷ πόνῳ ἀναλωθείη, ἀλλά τι φέροιτο καὶ ἀναγκαῖον. πολλοὶ δέ με καὶ τῶν ἐπιτηδείων ἐπείγοντες καὶ ἐγκελευόμενοι ἐξηρέθισαν τὴν ὁρμὴν καὶ ἐπέρρωσαν· ἐν τοῖς Εὐτυχιανὸς ὁ νέος ἀρχηγός γε ἦν τῆς παραινέσεως, ἀνὴρ τὰ πρῶτα τελῶν ἐν τοῖς τῶν βασιλέων ὑπογραφεῦσι καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθὸς καὶ ἀγχινούστατος παιδείας τε ἀποχρώντως ἔχων καὶ τοῦ τῶν Φλωριδῶν γένους ἄριστον ἐγκαλλώπισμα γεγενημένος. οὗτος δὴ οὖν ὁ ἀνήρ, περὶ πλείστου γὰρ τἀμὰ ἐποι εῖτο καὶ ὡς ἄν μοι ἄμεινόν τι ἔσται εὐκλείας τε πέρι καὶ τῆς ἄλλης ὠφελείας σφόδρα οἱ ἐπεφρόντιστο, οὐκ ἀνίει ἐπείγων καὶ χρηστὰς ὑποφαίνων ἐλπίδας. δεῖν γὰρ οὐκ ἔφασκεν οὕτω χαλεπὸν ἡγεῖσθαί μοι καὶ ἀνήνυτον τὸ ἐγχείρημα οὐδὲ τῷ μήπω ἐς πεῖραν ἐλθεῖν, ὥσπερ ναυτιλίαν οἱ ἀθα 6 λάττωτοι, καταπεπλῆχθαι· οἴεσθαι δὲ μᾶλλον οὐ πόρρω τετάχθαι ἱστορίαν ποιητικῆς, ἀλλὰ ἄμφω ταῦτα εἶναι ἀδελφὰ καὶ ὁμόφυλα καὶ μόνῳ ἴσως τῷ μέτρῳ ἔστιν ᾗ ἀλλήλων ἀποκεκριμένα. ὡς δὴ οὖν οἴκοθεν οἴκαδε οὔσης τῆς μεταστάσεως θαρροῦντά τε ἰέναι ἐκέλευε καὶ σθένει παντὶ ἔχεσθαι ἔργου. ἀλλὰ γὰρ τοιαῦτα ἐπᾴδων ἤδη μοι καὶ αὐτῷ βουλομένῳ κατεκήλησέ γε ῥᾳδίως καὶ ἔπεισεν. καὶ τοίνυν ἐς τάδε ἀφῖγμαι. ἀλλά μοι εἴη ἄξιόν τι δρᾶσαι τῆς προθυμίας καὶ τοῦ μεγέθους τῶν ἔργων ὡς ἐγγυτάτω ἱκέσθαι. ∆ηλωτέον δὲ πρότερον ὅστις τέ εἰμι καὶ ὅθεν, τοῦτο δὴ τὸ τοῖς ξυγγραφεῦσιν εἰθισμένον. ἐμοὶ Ἀγαθίας μὲν ὄνομα, Μύρινα δὲ πατρίς, Μεμνόνιος δὲ πατήρ, τέχνη δὲ τὰ Ῥωμαίων νόμιμα καὶ οἱ τῶν δικαστηρίων ἀγῶνες. Μύριναν δέ φημι οὐ τὸ Θρᾴκιον πόλισμα οὐδὲ εἴ τις ἑτέρα κατὰ τὴν Εὐρώπην τυχὸν ἢ Λιβύην τῷδε κέκληται τῷ ὀνόματι, ἀλλὰ τὴν ἐν τῇ Ἀσίᾳ πάλαι ὑπὸ Αἰολέων ἀπῳκισμένην ἀμφὶ τὰς ἐκβολὰς τοῦ Πυθικοῦ ποταμοῦ, ὃς δὴ ῥέων ἐκ Λυδίας τῆς χώρας ἐς τὸν ἔσχατον αὐλῶνα τοῦ κόλπου τοῦ Ἐλαΐτου ἐμβάλλει. γένοιτο μὲν οὖν ἐμοί γε τελεώτατα τῇδε τὰ τροφεῖα ὡς οἷόν τε ἀποτῖσαι καὶ ἅπαντα τὰ κλεινὰ καὶ πάτρια ἔργα ἐς τὸ ἀκριβὲς ἀναγράψαι. νῦν δὲ ἡ μὲν εὐμενὴς καὶ ἵλαος καὶ τῆς προθυμίας ἡμᾶς ἀποδεχέσθω· ἐμοὶ δὲ ἐπὶ τὰ κοινὰ καὶ μέγιστα τῶν πραγμάτων ἰτέον. Ποιήσομαι δὲ τὴν ξυγγραφὴν οὐχ ᾗπερ καὶ ἑτέροις ἐν τῷ παρόντι πεποίηται. ἤδη γάρ που καὶ ἄλλοι τὰ νῦν ἐς τόδε πόνου ἀφίκοντο, ἀληθείας μὲν ὡς τὰ πολλὰ ἥκιστα μέλον αὐτοῖς καὶ τοῦ τὰ γεγενημένα ὡς ἔχουσι τύχης διεξιέναι, οὕτω δὲ διαφανῶς κολακεύειν πολλοὺς τῶν δυνατῶν καὶ ὑποθωπεύ ειν ἑλόμενοι, ὡς εἴ ποτε ἄρα καὶ ἀληθῆ φήσαιεν, ἀπιστεῖσθαι. καίτοι ἐγκωμίῳ μόνῳ προσήκειν οἱ ταῦτα δεινοί φασι τὰ προσόντα ὁτῳοῦν ἀγαθὰ κατὰ τὸ μᾶλλον ἐξαίρειν· ἱστορία δὲ ἐπαινεῖν μὲν καὶ ἥδε τοὺς εὖ τι δράσαντας οὐ πάμπαν ἀναίνεται, οὐ μὴν τοῦτό γε σκοπόν, οἶμαι, καὶ γνώρισμα ἔχειν ἐθέλει· ἀλλ' εἴ που ἡ τῶν πράξεων ἀπεργασία ἔπαινον ἢ ψόγον ἐπάγοι, οὐ βιάζεσθαι αὐτῇ θέμις οὐδὲ μεταποικίλλειν τὰ γεγενημέ να. οἱ δὲ ἱστορίαν μὲν ποιεῖσθαι ὁμολογοῦσι, καὶ τὸ τῆς ἐπιγραφῆς ἐπάγγελμα τοῦτο αὐτοῖς ὑποφαίνει, πεφώρανται δὲ ὅμως τῇ πείρᾳ κομψευόμενοι τὴν ἐπωνυμίαν. τοὺς μὲν γὰρ ἔτι περιόντας, εἴτε βασιλεῖς εἶεν εἴτε καὶ ἄλλως ἐπίσημοι, οὐ μόνον τῇ ἀφηγήσει τῶν ἐξειργασμένων ἐγκωμιάζουσιν (ἦ γὰρ ἂν ὀλίγα ἡμάρτανον), ἔνδηλοι δὲ ἅπασι γίγνον ται, ὅτι δὴ αὐτοῖς οὐδέν τι ἄλλο διεσπούδασται ἢ μόνον ἐπαινεῖν τε καὶ ἄγασθαι καὶ πέρα τοῦ ἀναγκαίου· τοὺς δὲ ἤδη τεθνηκότας, ὁποῖοί τινες καὶ ἐτύγχανον ὄντες, ἢ κακίστους ἀποκαλοῦσι καὶ τὰ κοινὰ λυμηνα μένους ἤ, τὸ γοῦν ἔλαττον δεινόν, κατολιγωροῦσιν αὐτῶν, ὡς μηδὲ μνήμης τινὸς μεταδιδόναι. ταύτῃ τε οἴονται τὰ παρόντα εὖ τιθέναι καὶ τὸ ἀεὶ κρατοῦν ἐκθεραπεύοντες ὠφέλειαν σφίσι πορίζεσθαι, κακῶς ἐπιστάμενοι, ὡς καὶ αὐτοὺς δήπου τοὺς πρὸς αὐτῶν ἐπαινουμένους οὐ μά λα τὰ τοιάδε ἀρέσκει, λογιζομένους, ὡς οὐχ ἱκανὸν ἔσται τὸ τῆς κολακείας ἀρίδηλον τὴν περὶ αὐτῶν δόξαν βεβαιῶσαι. 20 οὗτοι μὲν οὖν ξυγγρα φόντων, ὥς πῃ φίλον αὐτοῖς καὶ εἰθισμένον, ἐμοὶ δὲ τὸ ἀληθίζεσθαι περὶ πλείστου ἑκτέον, ἐς ὅ τι χωρήσει. μεμνήσομαι δὲ τῶν ὅσα παρά τε Ῥωμαίοις καὶ τῶν βαρβάρων τοῖς πλείστοις ἐς τόδε τοῦ καιροῦ ἐπράχθη ἀξιαφήγητα, οὐ μόνον ὑπὸ ἀνδρῶν ἔτι βιούντων τυχόν, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ τῶν ἤδη ἀποιχομένων, καὶ οὐδὲν ὅ τι παρήσω τῶν λόγου ἀξίων. Τοιγάρτοι εἰ καὶ μὴ πρότερον ἐς τὸ ξυγγράφειν προῆγμαι ἢ μόνον ἐξ ὅτου Ἰουστῖνος ὁ νέος τὴν αὐτοκράτορα μετῆλθεν ἀρχήν, Ἰουστινιανοῦ τεθνηκότος, ἀλλ' ἔγωγε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀνωτέρω χρόνους ἀναδρα μοῦμαι καὶ ὁπόσα οὔπω ἑτέρῳ τῷ ἐκπεπόνηται, ταῦτα δὲ οἰκεῖον ποιήσομαι ἔργον. τὰ μὲν γὰρ πλεῖστα τῶν κατὰ τοὺς Ἰουστινιανοῦ χρόνους γεγενημένων ἐπειδὴ Προκοπίῳ τῷ ῥήτορι τῷ Καισαρείαθεν ἐς τὸ ἀκριβὲς ἀναγέγραπται, παριτέον ἐκεῖνα ἔμοιγε, ἅτε δὴ ἀποχρώντως εἰρημένα· τὰ δὲ μετ' ἐκεῖνον, ὡς οἷόν τε, διεξιτέον. προοίμια μὲν γὰρ αὐτῷ τῆς ἱστορίας Ἀρκάδιος ἀποβιοὺς ἐποιήθη καὶ τῷ ἐκείνου παιδὶ Θεοδοσίῳ Ἰσδιγέρδης ὁ Περσῶν βασιλεὺς κηδεμὼν γεγενημένος τά τε Οὐαραράνῃ καὶ Περόζῃ ξυνενεχθέντα καὶ ὅπως Καβάδης βασιλεὺς καταστὰς ἀφῄρηται τὴν ἀρχὴν καὶ εἶτα θᾶττον αὐτὴν ἀνεκομίσατο, ὅπως τε Ἄμιδα ἥλω πρὸς αὐτοῦ, Ἀναστασίου Ῥωμαίων βασιλεύοντος,καὶ ὅσους αὖθις μετ' ἐκεῖνον Ἰουστῖνος ὁ πρεσβύτης ἐν τῷδε τῷ ἔργῳ διεδέξατο πόνους. ἑξῆς δὲ τοὺς Περσικοὺς πολέμους ὁπόσοι δὴ πρός τε Καβάδην καὶ Χοσρόην ἀμφὶ Συρίαν καὶ Ἀρμενίαν καὶ μὲν δὴ καὶ τὰ Λαζῶν ὅρια Ἰουστινιανῷ τῷ Ῥωμαίων αὐτοκράτορι διαπεπολέμην ται, τούτους δὲ ἅπαντας ἐκ τῶν ,Προκοπίου λόγων ἄριστα ἂν διαγνοίης, Γελίμερά τε τὸν Βανδίλον καὶ Καρχηδόνα τὴν πόλιν καὶ τὴν ξύμπασαν χώραν τῶν Ἄφρων ἀπὸ Βονιφατίου τε καὶ Γεζερίχου καὶ τῆς ἐν τῷ τότε ἀποστάσεως πολλοῖς ὕστερον χρόνοις Ἰουστινιανῷ δουλωθεῖσαν καὶ πάλιν τῆς Ῥωμαίων ἐπικρατείας μέρος γεγενημένην. μετὰ δὲ τὴν τῶν Βανδίλων κατάλυσιν, καὶ ὅσα οἱ Μαυρούσιοι τὸ ἔθνος ἔδρασάν τε καὶ πεπόνθασι πολλαχοῦ τῆς Λιβύης κατὰ Ῥωμαίων παραταττόμενοι, ὅτι τε Στότζας καὶ Γόνθαρις Ῥωμαίων μὲν ἤστην, τυράννω δὲ καταστάν τε μεγίστων συμφορῶν τε καὶ στάσεων αἰτιωτάτω τῇ Λιβύῃ γεγόνατον, καὶ ὡς οὐ πρότερον ἐλώφησε τὰ δεινά, πρὶν ἐκείνω τὼ ἄνδρε διαφθαρῆναι, ἀλλὰ καὶ τάδε ἀμέλει ἅπαντα εὕροις γε ἂν ἐν ἐκείνοις· ὅπως τε ἡ στάσις ἡ ἐμφύλιος ἐν Βυζαντίῳ κατὰ τοῦ βασιλέως ἀρθεῖσα καὶ ἐπὶ μέγα κακοῦ ἀφιγμένη τὰ κοινὰ ἐδηλήσατο, τάς τε τῶν Οὔννων ἐπιδρομάς, οἳ δὴ ἐν τῷ τότε τὸν Ἴστρον ποταμὸν περαιωθέντες μέγιστα οἷα τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν ἐλυμήναντο, Ἰλλυριούς τε καὶ Θετταλοὺς καὶ τὰ πλεῖστα τῆς Εὐρώπης ληϊσάμενοι, μέρος δέ τι καὶ τῆς Ἀσίας, τὸν Ἑλλήσποντον διαβάντες. Σουρὼν δὲ ἡ πόλις ἡ ἐν Συρίᾳ καὶ Βέρροια καὶ Ἀντιόχεια ἡ πρὸς Ὀρόντῃ ποταμῷ ὅπως οἰκτρότατα ὑπὸ Χοσρόου πεπόρθην ται, τήν τε Ἐδέσσης πολιορκίαν καὶ ὅπως ἐνθένδε ἀποκρουσθεὶς ἔπειτα ἀπιὼν ᾤχετο, πάρεστι καὶ ταῦτα ἐν τοῖσδε θεάσασθαι τάς τε τῶν Αἰθιόπων καὶ Ὁμηριτῶν παρατάξεις καὶ ὅτου δὴ χάριν ἄμφω ἐκείνω τὼ φύλω ἐς τόδε δυσμενείας ἠλθέτην. εἴρηται δὲ αὐτῷ πολλὰ καὶ τοῦ μεγίστου λοιμοῦ πέρι, ὅπως τε τὴν ἀρχὴν κατ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ ἐς τὸ ἀνθρώπειον γένος εἰσήρρησε καὶ ὁποῖα ἄττα παράλογα ἐν αὐτῷ ξυνηνέχθη. ἀλλὰ γὰρ καὶ ὁπόσα ὕστερον τῷ Ῥωμαίων στρατῷ ἀνὰ τὰ Λαζῶν πολίσματα καὶ Πέτρας τὸ φρούριον πρός τε Χοριάνην καὶ Μερμερόην καὶ τὰ Περσικὰ ἐξείργασται πλήθη, καὶ ταῦτα ἐκεῖθεν ἀναλεκ τέον. 30 μεταβάντι δέ οἱ ἐπὶ τῆς Ἑσπέρας, ὅπως τε Θευδέριχος ὁ τῶν 9 Γότθων βασιλεὺς ἀπεβίω καὶ Ἀμαλασοῦνθα ἡ τοῦδε παῖς ὑπὸ Θευδάτου ἀνῄρηται καὶ ἅπαντα ὧν δὴ ἕνεκα ὁ Γοτθικὸς πόλεμος ἀνερράγη, οὐδὲ ταῦτα ἐκείνῳ παρεῖται, οὐ μὲν οὖν ἀλλ' οὐδὲ ὅπως Οὐίττιγις ὁ μετὰ Θεύδατον τοῦ Γοτθικοῦ γένους κρατήσας ὑπὸ Βελισαρίου τοῦ στρατη γοῦ μετά γε πλείστους ὅσους ἀγῶνας δορυάλωτος ἐς τὸ Βυζάντιον ἦκται, οὐδέ γε ὅπως Σικελία τε καὶ Ῥώμη καὶ Ἰταλία τοὺς ἐπήλυδας ἀποβαλοῦσα βαρβάρους πάλιν ἤθεσι πατρίοις μετεκοσμεῖτο. λάβοι δὲ ἄν τις ἐνθένδε καὶ ὅτι Ναρσῆς ὁ τομίας ἐς Ἰταλίαν ἐστάλη, στρατηγὸς αὐτοκράτωρ πρὸς τοῦ βασιλέως γεγενημένος, τούς τε κλεινοὺς ἐκείνους πολέμους, οἳ δὴ αὐτῷ πρὸς Τωτίλαν ἄριστα διαπεπόνηνται, ὅτι τε αὖθις μετ' ἐκεῖνον Τεΐας ὁ Φρεδιγέρνου τὴν Γοτθικὴν ἡγεμονίαν διαδεξάμενος οὐκ ἐς μακρὰν καὶ αὐτὸς ἀνῃρέθη. 32 ταῦτα δὲ πάντα ἐς ἕκτον τε καὶ εἰκοστὸν ἔτος τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλείας γεγένηνται, καὶ Προκοπίῳ μὲν τῷ ῥήτορι ἐν τοῖσδε οἶμαι αὐτῷ τὰ τῆς ξυγγραφῆς διήνυσται καὶ ξυνετελέσθη· ἐγὼ δὲ ἐς τὰ ἐχόμενα τούτων, ἐφ' ἅπερ καὶ τὴν ἀρχὴν ὡρ μήθην ἰέναι, καὶ δὴ ἐπὶ ταῦτα εἶμι. καὶ δὴ ἔχομαι τῶν πραγμάτων. • Ιστοριών Α΄ • Ιστοριών Β΄ • Ιστοριών Γ΄ • Ιστοριών Δ΄ • Ιστοριών Ε΄
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CE%B3%CE%B1%CE%B8%CE%AF%CE%B1_%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D_%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1
33
Αγαθίας ο Σχολαστικός
περ. 530 – 582
Κύκλος των νέων επιγραμμάτων
Δομή του έργου • Αναθηματικά ή αφιερωτικά (ή σύμφωνα με μετάφρασηαπό τα δικά του λόγια IV 3 συλλογὴ νέων ἐπιγραμμάτων συλλογὴ νέων ἐπιγραμμάτων ἐκτεθεῖσα ἐν Κωνσταντίνου πόλει πρὸς Θεόδωρον Δεκουρίωνα τὸν Κοσμᾶ: εἴρηται δὲ τὰ προοίμια μετὰ τὰς συνεχεῖς ἀκροάσεις τὰς κατ᾽ ἐκεῖνο καιροῦ γενομένας. οἶμαι μὲν ὑμᾶς, ἄνδρες, ἐμπεπλησμένους ἐκ τῆς τοσαύτης τῶν λόγων πανδαισίας, ἔτι που τὰ σιτία προσκόρως ἐρυγγάνειν: καὶ δὴ κάθησθε τῇ τρυφῇ σεσαγμένοι: λόγων γὰρ ἡμῖν πολυτελῶν καὶ ποικίλων πολλοὶ προθέντες παμμιγεῖς εὐωχίας, περιφρονεῖν πείθουσι τῶν εἰθισμένων. τί δὲ νῦν ποιήσω; μὴ τὰ προὐξειργασμένα οὕτως ἐάσω συντετῆχθαι κείμενα; ἢ καὶ προθῶμαι τῆς ἀγορᾶς ἐν τῷ μέσῳ, παλιγκαπήλοις εὐτελῶς ἀπεμπολῶν; καὶ τίς μετασχεῖν τῶν ἐμῶν ἀνέξεται; τίς δ᾽ ἂν πρίαιτο τοὺς λόγους τριωβόλου, εἰ μὴ φέροι πως ὦτα μὴ τετρημένα; ἀλλ᾽ ἐστὶν ἐλπὶς εὐμενῶς τῶν δρωμένων ὑμᾶς μεταλαβεῖν, κοὐ κατεβλακευμένως: ἔθος γὰρ ὑμῖν τῇ προθυμίᾳ μόνῃ τῇ τῶν καλούντων ἐμμετρεῖν τὰ σιτία. καὶ πρός γε τούτῳ δεῖπνον ἠρανισμένον ἥκω προθήσων ἐκ νέων ἡδυσμάτων. ἐπεὶ γὰρ οὐκ ἔνεστιν ἐξ ἐμοῦ μόνου ὑμᾶς μεταλαβεῖν, ἄνδρες, ἀξίας τροφῆς, πολλοὺς ἔπεισα συλλαβεῖν μοι τοῦ πόνου, καὶ συγκαταβαλεῖν καὶ συνεστιᾶν πλέον. [p. 118] καὶ δὴ παρέσχον ἀφθόνως οἱ πλούσιοι ἐξ ὧν τρυφῶσι: καὶ παραλαβὼν γνησίως ἐν τοῖς ἐκείνων πέμμασι φρυάττομαι. τοῦτο δέ τις αὐτῶν προσφόρως, δεικνὺς ἐμέ, ἴσως ἐρεῖ πρὸς ἄλλον ἀρτίως ἐμοῦ μάζαν μεμαχότος μουσικήν τε καὶ νέαν, οὗτος παρέθηκεν τὴν ὑπ᾽ ἐμοῦ μεμαγμένην. ταυτὶ μὲν οὖν ἐρεῖ τις † οὐδὲ τῶν σοφωτάτων, τῶν ὀψοποιῶν, ὧν χάριν δοκῶ μόνος εἶναι τοσαύτης ἡγεμὼν πανδαισίας. θαρρῶν γὰρ αὐτοῖς λιτὸν οἴκοθεν μέρος καὐτὸς παρέμιξα, τοῦ δοκεῖν μὴ παντελῶς ξένος τις εἶναι τῶν ὑπ᾽ ἐμοῦ συνηγμένων. ἀλλ᾽ ἐξ ἑκάστου σμικρὸν εἰσάγω μέρος, ὅσον ἀπογεῦσαι: τῶν δὲ λοιπῶν εἰ θέλοι τυχεῖν τις ἁπάντων καὶ μετασχεῖν εἰς κόρον, ἴστω γε ταῦτα κατ᾽ ἀγορὰν ζητητέα. κόσμον δὲ προσθεὶς τοῖς ἐμοῖς πονήμασι, ἐκ τοῦ Βασιλέως τοὺς προλόγους ποιήσομαι: ἅπαντα γάρ μοι δεξιῶς προβήσεται. καί μοι μεγίστων πραγμάτων ὑμνουμένων εὑρεῖν γένοιτο καὶ λόγους ἐπηρμένους. μή τις ὑπαυχενίοιο λιπὼν ζωστῆρα λεπάδνου βάρβαρος ἐς Βασιλῆα βιημάχον ὄμμα τανύσσῃ: μηδ᾽ ἔτι Περσὶς ἄναλκις ἀναστείλασα καλύπτρην ὄρθιον ἀθρήσειεν ἐποκλάζουσα δὲ γαίῃ, καὶ λόφον αὐχήεντα καταγνάμπτουσα τενόντων, Αὐσονίοις ἄκλητος ὑποκλίνοιτο ταλάντοις. ἑσπερίη θεράπαινα, σὺ δ᾽ ἐς κρηπῖδα Γαδείρων, καὶ παρὰ πορθμὸνἼβηρα καὶ Ὠκεανίτιδα Θούλην, ἤπιον ἀμπνεύσειας, ἀμοιβαίων δὲ τυράννων κράατα μετρήσασα τεῇ κρυφθέντα κονίῃ, θαρσαλέαις παλάμῃσι φίλην ἀγκάζεο Ῥώμην Καυκασίῳ δὲ τένοντι καὶ ἐν ῥηγμῖνι Κυταίῃ, ὁππόθι ταυρείοιο ποδὸς δουπήτορι χαλκῷ σκληρὰ σιδηρείης ἐλακίζετο νῶτα κονίης, σύννομον Ἀδρυάδεσσιν ἀναπλέξασα χορείην Φασιὰς εἱλίσσοιτο φίλῳ σκιρτήματι νύμφη, καὶ καμάτους μέλψειε πολυσκήπτρου βασιλῆος, μόχθον ἀπορρίψασα γιγαντείου τοκετοῖο. μηδὲ γὰρ αὐχήσειεν Ἰωλκίδος ἔμβολον Ἀργοῦς, ὅττι πόνους ἥρωος ἀγασσαμένη Παγασαίου οὐκέτι Κολχὶς ἄρουρα, γονῇ πλησθεῖσα Γιγάντων, εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει. κεῖνα γὰρ ἢ μῦθός τις ἀνέπλασεν, ἢ διὰ τέχνης οὐχ ὁσίης τετέλεστο, πόθων ὅτε λύσσαν ἑλοῦσα παρθενικὴ δολόεσσα μάγον κίνησεν ἀνάγκην ἀλλὰ δόλων ἔκτοσθε καὶ ὀρφναίου κυκεῶνος Βάκτριος ἡμετέροισι Γίγας δούπησε βελέμνοις. οὐκέτι μοι χῶρός τις ἀνέμβατος, ἀλλ᾽ ἐνὶ πόντῳ Ὑρκανίου κόλποιο καὶ ἐς βυθὸν Αἰθιοπῆα Ἰταλικαῖς νήεσσιν ἐρέσσεται ἥμερον ὕδωρ. ἀλλ᾽ ἴθι νῦν, ἀφύλακτος ὅλην ἤπειρον ὁδεύων, Αὐσόνιε, σκίρτησον, ὁδοιπόρε: Μασσαγέτην δὲ ἀμφιθέων ἀγκῶνα καὶ ἄξενα τέμπεα Σούσων, Ἰνδῴης ἐπίβηθι κατ᾽ ὀργάδος, ἐν δὲ κελεύθοις εἴποτε διψήσειας, ἀρύεο δοῦλον Ὑδάσπην: ναὶ μὴν καὶ κυανωπὸν ὑπὲρ δύσιν ἄτρομος ἕρπων κύρβιας Ἀλκείδαο μετέρχεο: θαρσαλέως δὲ ἴχνιον ἀμπαύσειας ἐπὶ ψαμάθοισιν Ἰβήρων, ὁππόθι, καλλιρέεθρον ὑπὲρ βαλβῖδα θαλάσσης, δίζυγος ἠπείροιο συναντήσασα κεραίη ἐλπίδας ἀνθρώποισι βατῆς εὔνησε πορείης. ἐσχατιὴν δὲ Λίβυσσαν ἐπιστείβων Νασαμώνων ἔρχεο καὶ παρὰ Σύρτιν, ὅπῃ νοτίῃσι θυέλλαις ἐς κλίσιν ἀντίπρωρον ἀνακλασθεῖσα Βορῆος, καὶ ψαφαρὴν ἄμπωτιν ὕπερ, ῥηγμῖνι ἁλίπλῳ ἀνδράσι δῖα θάλασσα πόρον χερσαῖον ἀνοίγει. οὐδὲ γὰρ ὀθνείης σε δεδέξεται ἤθεα γαίης, ἀλλὰ σοφοῦ κτεάνοισιν ὁμιλήσεις Βασιλῆος, ἔνθα κεν ἀίξειας, ἐπεὶ κυκλώσατο κόσμον κοιρανίῃ: Τάναϊς δὲ μάτην ἤπειρον ὁρίζων ἐς Σκυθίην πλάζοιτο καὶ ἐς Μαιώτιδα λίμνην. τοὔνεκεν, ὁππότε πάντα φίλης πέπληθε γαλήνης, ὁππότε καὶ ξείνοιο καὶ ἐνδαπίοιο κυδοιμοῦ ἐλπίδες ἐθραύσθησαν ὑφ᾽ ἡμετέρῳ Βασιλῆι, δεῦρο, μάκαρ Θεόδωρε, σοφὸν στήσαντες ἀγῶνα παίγνια κινήσωμεν ἀοιδοπόλοιο χορείης. σοὶ γὰρ ἐγὼ τὸν ἄεθλον ἐμόχθεον εἰς σὲ δὲ μύθων ἐργασίην ἤσκησα, μιῇ δ᾽ ὑπὸ σύζυγι βίβλῳ ἐμπορίην ἤθροισα πολυξείνοιο μελίσσης, καὶ τόσον ἐξ ἐλέγοιο πολυσπερὲς ἄνθος ἀγείρας, στέμμα σοι εὐμύθοιο καθήρμοσα Καλλιοπείης, ὡς φηγὸν Κρονίωνι καὶ ὁλκάδας Ἐννοσιγαίῳ, ὡς Ἄρεϊ ζωστῆρα καὶ Ἀπόλλωνι φαρέτρην, ὡς χέλυν Ἑρμάωνι καὶ ἡμερίδας Διονύσῳ. οἶδα γὰρ ὡς ἄλληκτον ἐμῆς ἱδρῶτι μερίμνης εὖχος ἐπιστάξειεν ἐπωνυμίη Θεοδώρου. πρῶτα δέ σοι λέξαιμι, παλαιγενέεσσιν ἐρίζων, ὅσσαπερ ἐγράψαντο νέης γενετῆρες ἀοιδῆς ὡς προτέροις μακάρεσσιν ἀνειμένα: καὶ γὰρ ἐῴκει γράμματος ἀρχαίοιο σοφὸν μίμημα φυλάξαι. ἀλλὰ πάλιν μετ᾽ ἐκεῖνα % παλαίτερον εὖχος ἀγείρει ὅσσαπερ ἢ γραφίδεσσι χαράξαμεν ἤ τινι χώρῳ, εἴτε καὶ εὐποίητον ἐπὶ βρέτας, εἴτε καὶ ἄλλης τέχνης ἐργοπόνοιο πολυσπερέεσσιν ἀέθλοις. καὶ τριτάτην βαλβῖδα νεήνιδος ἔλλαχε βίβλου ὅσσα θέμις, τύμβοισι τάπερ Θεὸς ἐν μὲν ἀοιδῇ ἐκτελέειν νεύσειεν, ἐν ἀτρεκίῃ δὲ διώκειν. ὅσσα δὲ καὶ βιότοιο πολυσπερέεσσι κελεύθοις γράψαμεν, ἀσταθέος δὲ τύχης σφαλεροῖσι ταλάντοις, δέρκεό μοι βίβλοιο παρὰ κρηπῖδα τετάρτην. ναὶ τάχα καὶ πέμπτοιο χάρις θέλξειεν ἀέθλου, ὁππόθι κερτομέοντες ἐπεσβόλον ἦχον ἀοιδῆς γράψαμεν. ἑκταῖον δὲ μέλος κλέπτουσα Κυθήρη εἰς ὀάρους ἐλέγοιο παρατρέψειε πορείην καὶ γλυκεροὺς ἐς ἔρωτας. ἐν ἑβδομάτῃ δὲ μελίσσῃ εὐφροσύνας Βάκχοιο, φιλακρήτους τε χορείας, καὶ μέθυ, καὶ κρητῆρα, καὶ ὄλβια δεῖπνα νοήσεις.: πρώτα σου γράφω, ζηλεύοντας τη δόξα των παλαιών, όσα έγραψαν οι γενήτορες των νέων τραγουδιών, όπως οι παλαιοί έστελναν προς τους θεούς, για να διαφυλάξω, αντιγράφοντας, την αρχαία σοφία) • Επιδεικτικά ή επιγράμματα σε έργα τέχνης (σύμφωνα με μετάφραση από τα δικά του λόγια: όσα με γραφίδες χαράξαμε ή σε κάποιο χώρο ή σε χάλκινο άγαλμα ή σε έργο άλλης τέχνης που με κόπο φτιάχτηκε) • Επιτύμβια (σε τύμβους - τάφους: ή σύμφωνα με τα δικά του λόγια: ...τύμβοισι τάπερ Θεὸς ἐν μὲν ἀοιδῇ ἐκτελέειν νεύσειεν...) • Ποιήματα για την ασταθή τύχη ή προτρεπτικά (ή σύμφωνα με μετάφραση από τα δικά του λόγια: τα σφαλερά τάλαντα της ασταθούς τύχης, δείτε στον παπυρό μου στην τέταρτη θέση) • Σκωπτικά - σατιρικά (μετάφραση από τα δικά του λόγια: ναι, γρήγορα και πέμπτο θελκτικό βραβείο, όπου χλευάζοντες / σαρκάζοντες, εκτοξεύοντας προσβολές, ήχο τραγουδιών γράψαμε) • Ερωτικά (από το κείμενο του Αγαθία: το έκτο δε μέλος, κλέβει η Κυθηρία - δηλαδή η Αφροδίτη - σε διαλόγους, ελεγείες παρεκτρέπει την πορεία μας σε γλυκούς έρωτες) • Συμποτικά (από το κείμενο του Αγαθία: στην έβδομη, της χαρούμενης μέλισσας βακχικούς, για όσους τους αρέσει το κρασί, και οι χοροί και το μεθύσι και ο κρατήρας και τα ευτυχισμένα δείπνα θα μάθεις) Κατάλογος ποιητών (όσοι θεωρούνται από τους μελετητές ότι είχαν ανθολογηθεί στον Κύκλο του Αγαθία) • Αγαθίας ο Σχολαστικός • Παύλος ο Σιλεντιάριος • Δαμόχαρις ο Κώος (ή Δαμόχαρις ο γραμματικός) • Ιωάννης ο Βαρβούκαλλος • Ιουλιανός ο Αιγύπτιος • Λεόντιος ο σχολαστικός • Μακεδόνιος • Παλλαδάς • Κομητάς ο Χαρτουλάριος • Ερατοσθένης ο σχολαστικός • Ευτόλμιος ο σχολαστικός o Ιλλούστριος • Ειρηναίος Ρεφερενδάριος • Ισίδωρος ο σχολαστικός • Ρουφίνος Δομέστικος • Θεαίτητος ο σχολαστικός • Κύρος ο Πανοπολίτης • Δαμάσκιος • Διογένης επίσκοπος Αμισού • Αβλάβιος Ιλλούστριος • Αράβιος ο σχολαστικός • Μαριανός ο σχολαστικός • Μιχαήλιος ο Γραμματικός Επιγράμματα ΕπίγραμμαΠοιητής / επιγραμματοποιός Αγαθίας ο Σχολαστικός 05 V 219 Κλέψωμεν, Ῥοδόπη, τὰ φιλήματα τήν τ' ἐρατεινὴν Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 221 Μέχρι τίνος φλογόεσσαν ὑποκλέπτοντες ὀπωπὴν Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 230 Χρυσείης ἐρύσασα μίαν τρίχα Δωρὶς ἐθείρης Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 232 Ἱππομένην φιλέουσα νόον προσέρεισα Λεάνδρῳ Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 234 Ὁ πρὶν ἀμαλθάκτοισιν ὑπὸ φρεσὶν ἡδὺν ἐν ἥβῃ Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 236 Ναὶ τάχα Τανταλέης ᾿Αχερόντια πήματα ποινῆς Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 241 Σῴζεό σοι μέλλων ἐνέπειν, παλίνορσον ἰωὴν Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 244 Μακρὰ φιλεῖ Γαλάτεια καὶ ἔμψοφα, μαλακὰ Δημώ Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 246 Μαλθακὰ μὲν Σαπφοῦς τὰ φιλήματα, μαλθακὰ γυίων Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 250 Ἡδύ, φίλοι, μείδημα τὸ Λαΐδος. ἡδὺ καὶ αὐτῶν Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 252 Ρίψωμεν, χαρίεσσα, τά φάρεα. γυμνά δέ γυμνοίς Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 258 Πρόκριτός εστι, Φίλιννα, τεή ρυτίς ή οπός ήβης Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 268 Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος. ιοδόκην γάρ Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 272 Μαζοὺς χερσὶν ἔχω, στόματι στόμα, καὶ περὶ δειρὴν Παύλος ο Σιλεντιάριος 05 V 286 Φράζεό μοι, Κλεόφαντις, ὅση χάρις, ὁππότε δοιοὺς Παύλος ο Σιλεντιάριος 10 X 015 Ἤδη μὲν ζεφύροισι μεμυκότα κόλπον ἀνοίγει Παύλος ο Σιλεντιάριος 10 X 074 Μήτε βαθυκτεάνοιο τύχης κουφίζετο ῥοίζῳ Παύλος ο Σιλεντιάριος 10 X 076 Οὐ τό ζῆν χαρίεσσαν ἔχει φύσιν, ἀλλά τό ῥῖψα Παύλος ο Σιλεντιάριος Δαμόχαρις ο Κώος (ή Δαμόχαρις ο γραμματικός) Ιωάννης ο Βαρβούκαλλος Ιουλιανός ο Αιγύπτιος 05 V 295 Ψαῦε μελισταγέων στομάτων Λεόντιος ο σχολαστικός 05 V 224 Λῆξον, Ἔρως, κραδίης τε καὶ ἥπατος Μακεδόνιος 05 V 233 «Αὔριον ἀθρήσκω σε». Το δ' οὔποτε γίνεται ἡμῖν Μακεδόνιος 05 V 245 Κιχλίζεις, χρεμέτισμα γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Μακεδόνιος 06 VI 030 Δίκτυον ἀκρομόλυβδον Ἀμύντιχος Μακεδόνιος 07 VII 566 Γαῖα καὶ Εἰλήθυια, σὺ μὲν τέκες Μακεδόνιος 09 IX 648 Ἀστὸς ἐμοὶ καὶ ξεῖνος ἀεὶ φίλος Μακεδόνιος 10 X 067 Μνήμη καὶ Λήθη, μέγα χαίρετον Μακεδόνιος 05 V 071 Πρωτομάχου πατρὸς καὶ Νικομάχης γεγαμηκὼς θυγατέρα Παλλαδάς 05 V 072 Τοῦτο βίος͵ τοῦτ΄ αὐτό· τρυφὴ βίος· ἔρρετ΄͵ ἀνῖαι Παλλαδάς 10 X 006 ᾿Αχρὰς ἔην· θῆκας σέο χερσὶ μυρίπνοον ὄχνην Παλλαδάς 09 IX 166 Πᾶσαν Ὅμηρος ἔδειξε κακὴν σφαλερὴν τε γυναῖκα Παλλαδάς 09 IX 180 Τύχη καπηλεύουσα πάντα τον βίον Παλλαδάς 09 IX 489 Γραμματικοῦ θυγάτηρ ἔτεκεν φιλότητι μιγεῖσα Παλλαδάς 09 IX 773 Χαλκοτύπος τόν Έρωτα μεταλλάξας επόησε Παλλαδάς 10 X 032 Πολλά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἄκρου Παλλαδάς 10 X 034 Εἰ τό μέλειν δύναταί τι, μερίμνα καί μελέτω σοι Παλλαδάς 10 X 045 Ἂν μνήμην, ἄνθρωπε, λάβῃς, ὁ πατήρ σε τί ποιῶν Παλλαδάς 10 X 053 Εἰ τοὺς ἀνδροφόνους εὐδαίμονας ὄντας ὁρῶμεν Παλλαδάς 10 X 058 Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θ' ὑπὸ γαῖαν ἄπειμι Παλλαδάς 10 X 060 Πλουτεῖς· καὶ τὶ τὸ λοιπόν; ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦ Παλλαδάς 10 X 063 Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδ' ἀποθνῄσκει Παλλαδάς 10 X 073 Εἰ τό φέρον σέ φέρει, φέρε καί φέρου˙ εἰ δ' ἀγανακτεῖς Παλλαδάς 10 X 082 Άρα μή θανόντες τώ δοκείν ζώμεν μόνον Παλλαδάς 10 X 085 Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καί τρεφόμεσθα Παλλαδάς 10 X 087 Ἂν μὴ γελῶμεν τὸν βίον τὸν δραπέτην Παλλαδάς 10 X 090 Ω της μεγίστης του φθόνου πονηρίας Παλλαδάς 10 X 098 Πᾶς τις ἀπαίδευτος φρονιμώτατός ἐστι σιωπῶν Παλλαδάς 11 XI 282 Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶ Παλλαδάς 11 XI 288 Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνος Παλλαδάς 11 XI 300 Πολλά λαλείς, άνθρωπε, χαμαί δέ τίθη μετά μικρόν Παλλαδάς 11 XI 306 Άν μετ' Αλεξάνδρειαν ες Αντιόχειαν απέλθης Παλλαδάς 11 XI 323 Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζει Παλλαδάς 11 XI 340 Ωμοσα μυριάκις ἐπιγράμματα μηκέτι ποιεῖν Παλλαδάς 11 XI 349 Εἰπέ, πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίης Παλλαδάς 11 XI 373 Πάντων μουσοπόλων ἡ Καλλιόπη θεός ἐστιν Παλλαδάς 11 XI 381 Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν• ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας Παλλαδάς 11 XI 384 Ει μοναχοί, τί τοσοίδε; τοσοίδε δέ, πώς πάλι μούνοι; Παλλαδάς 11 XI 387 Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν • ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνος Παλλαδάς 15 XV 020 Σιγῶν παρέρχου τὸν ταλαίπωρον βίον Παλλαδάς 16 XVI 317 Κωφὸν ἄναυδον ὁρῶν τὸν Γέσσιον, εἰ λίθος ἐστί Παλλαδάς Κομητάς ο Χαρτουλάριος 05 V 242 Ὡς εἶδον Μελίτην, ὦχρός μ' ἕλε Ερατοσθένης ο σχολαστικός 07 VII 608 Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππη Ευτόλμιος ο σχολαστικός o Ιλλούστριος Ειρηναίος Ρεφερενδάριος Ισίδωρος ο σχολαστικός 05 V 009 Ρουφῖνος τῇ ΄μῇ γλυκερωτάτῃ Ἐλπίδι Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 012 Λουσάμενοι͵ Προδίκη͵ πυκασώμεθα Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 014 Ευρώπης το φίλημα Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 015 Ποῦ νῦν Πραξιτέλης; Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 018 Μᾶλλον τῶν σοβαρῶν τὰς δουλίδας ἐκλεγόμεσθα Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 019 Οὐκέτι παιδομανὴς ὡς πρίν ποτε͵ νῦν δὲ καλοῦμαι θηλυμανής Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 021 Οὐκ ἔλεγον͵ Προδίκη· Γηράσκομεν; Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 022 Σοί με λάτριν γλυκύδωρος Ἔρως παρέδωκε͵ Βοῶπι Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 027 Ποῦ σοι κεῖνα͵ Μέλισσα͵ τὰ χρύσεα καὶ περίοπτα Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 028 Νῦν μοι Χαῖρε λέγεις Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 035 Πυγὰς αὐτὸς ἔκρινα τριῶν Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 036 ῎Ηρισαν ἀλλήλαις Ροδόπη͵ Μελίτη͵ Ροδόκλεια Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 037 Μήτ' ισχνήν λίην περιλάμβανε, μήτε παχείαν Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 041 Τίς γυμνὴν οὕτω σε καὶ ἐξέβαλεν καὶ ἔδειρεν; Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 042 Μισῶ τὴν ἀφελῆ͵ μισῶ τὴν σώφρονα λίαν Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 043 Ἐκβάλλει γυμνήν τις͵ ἐπὴν εὕρῃ ποτὲ μοιχόν Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 044 Λέμβιον͵ ἡ δ΄ ἑτέρα Κερκούριον͵ αἱ δύ΄ ἑταῖραι Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 047 Πολλάκις ἠρασάμην σε λαβὼν ἐν νυκτί͵ Θάλεια Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 048 Ὄμματα μὲν χρύσεια καὶ ὑαλόεσσα παρειὴ Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 060 Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο͵ χρύσεα μαζῶν Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 061 Τῇ κυανοβλεφάρῳ παίζων κόνδακα Φιλίππῃ Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 062 Οὔπω σου τὸ καλὸν χρόνος ἔσβεσεν͵ ἀλλ΄ ἔτι πολλὰ Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 066 Εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 069 Παλλὰς ἐσαθρήσασα καὶ ῞Ηρη χρυσοπέδιλος Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 070 Κάλλος ἔχεις Κύπριδος Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 071 Πρωτομάχου πατρὸς καὶ Νικομάχης γεγαμηκὼς Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 073 Δαίμονες͵ οὐκ ᾔδειν͵ ὅτι λούεται ἡ Κυθέρεια Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 074 Πέμπω σοι͵ Ροδόκλεια͵ τόδε στέφος͵ ἄνθεσι καλοῖς Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 075 Γείτονα παρθένον εἶχον Ἀμυμώνην Ἀφροδίτην Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 076 Αὕτη πρόσθεν ἔην ἐρατόχροος͵ εἰαρόμασθος Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 077 Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνήν Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 087 Ἀρνεῖται τὸν ἔρωτα Μελισσιάς Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 088 Εἰ δυσὶν οὐκ ἴσχυσας ἴσην φλόγα͵ πυρφόρε͵ καῦσαι Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 092 Ὑψοῦται Ροδόπη τῷ κάλλεϊ Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 093 Ὥπλισμαι πρὸς Ἔρωτα περὶ στέρνοισι λογισμόν Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 094 Ὄμματ΄ ἔχεις ῞Ηρης͵ Μελίτη Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 097 Εἰ μὲν ἐπ΄ ἀμφοτέροισιν͵ Ἔρως͵ ἴσα τόξα τιταίνεις Ρουφίνος Δομέστικος 05 V 103 Μέχρι τίνος͵ Προδίκη͵ παρακλαύσομαι Ρουφίνος Δομέστικος Θεαίτητος ο σχολαστικός 09 IX 136 Αἴθε πατὴρ μ' ἐδίδαξε δαςύτριχα μῆλα νομεύειν Κύρος ο Πανοπολίτης 07 VII 553 Ζωσίμη, ἡ πρὶν ἐοῦσα μόνῳ τῷ σώματι δούλη Δαμάσκιος Διογένης επίσκοπος Αμισού 09 IX 762 εἰς δίσκον Ἀσκληπιάδου Αβλάβιος Ιλλούστριος Αράβιος ο σχολαστικός Μαριανός ο σχολαστικός 16 XVI 316 ἡ πόλις Ἀγαθίαν τὸν ῥήτορα, τὸν στιχαοιδό Μιχαήλιος ο Γραμματικός
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%BD%CE%AD%CF%89%CE%BD_%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD
34

Πληροφορίες dataset

Το παρόν dataset περιέχει το αρχείο της Βικιθήκης στα ελληνικά. Η Βικιθήκη είναι ένα πρόγραμμα των Βικιμέσων που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ολοένα και αυξανόμενης βιβλιοθήκης πρωτογενών πηγών κειμένων, καθώς και μεταφράσεων πρωτογενών πηγών. Είναι ελεύθερου περιεχομένου και σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το dataset περιλαμβάνει πληθώρα κειμένων της ελληνικής γλώσσας από διάφορες ιστορικές περιόδους (από την αρχαία έως και τη νεότερη), ενώ περιέχει ποικίλα κειμενικά είδη (λογοτεχνία, δοκίμιο, επιστημονικό λόγο) πάνω σε πολλές θεματικές (ποίηση, πεζογραφία, ιστορία, θετικές επιστήμες, φιλοσοφία, μουσική, νομική κ.λπ.). Τα κείμενα αφορούν έργα γνωστά αλλά και λιγότερο γνωστά. Τα αρχεία μπορεί κανείς να τα βρει στη σελίδα: https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1_%CE%A3%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B1 Παρατίθενται σε μορφή parquet. Σημειώνεται ότι κείμενα από τη Βικιθήκη περιλαμβάνονται σε ήδη υπάρχοντα dataset (klasikh_arx_ell_grammateia, 1000_prwta_xronia_ellhnikhs, Ellinika_Keimena_Project_Gutenberg) και αφαιρέθηκαν για την αποφυγή ύπαρξης διπλότυπων. Ο χρήστης μπορεί να αναζητήσει τα κείμενα στα προαναφερθέντα datasets.

Για οποιοδήποτε ζήτημα, επικοινωνήστε: [email protected]

Dataset info

This dataset contains Wikisource’s archive in Greek. Wikisource (The Free Library) is a Wikimedia Foundation project that aims to create a growing online library of source texts, as well as translations of source texts in any language. In Wikisource, one can find free content in any language. This dataset includes texts of all historical periods of the Greek language (from ancient to contemporary Greek texts), as well as various genres (literature, non-literaturs, scientific) and subjects areas (prose, poetry, history, science, philosophy, music, law etc.) — of well-known and less well-known authors. The archives can be found at https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1_%CE%A3%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B1 , and here are uploaded as parquet. It is worth mentioning that texts from Wikisource are already included in previous datasets (klasikh_arx_ell_grammateia, 1000_prwta_xronia_ellhnikhs, Ellinika_Keimena_Project_Gutenberg). We have removed them to avoid duplicates. Users can find these texts in the datasets above.

For feedback contact: [email protected]

Downloads last month
40